Καθώς κορυφώνονται τα παζάρια εντός ΕΕ, με αιχμή μια πιθανή συμφωνία με την ελληνική πλευρά, η Γαλλία φέρεται ως η πιο ένθερμη υποστηρίκτρια μιας παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ενώ πολλοί εντοπίζουν αισθητές διαφορές στις σχετικές δηλώσεις των Ολαντ - Βαλς. Η προσπάθεια που κάνουν διάφορα αστικά επιτελεία να εμφανίσουν μια από τις ισχυρότερες αστικές τάξεις της ΕΕ, πρωταγωνίστρια στην επίθεση κατά του λαού και της Γαλλίας και όλης της Ευρώπης, ως δήθεν «φίλη» του ελληνικού λαού, είναι πολύ επικίνδυνη, υπηρετεί την πάγια επιδίωξη της πλουτοκρατίας να βάζει τους εργάτες να διαλέγουν ανάμεσα στο ένα ή το άλλο αντιλαϊκό στρατόπεδο, επιδιώκει να εμπλέξει τα λαϊκά στρώματα σε μια συνολική ενδοαστική αναμέτρηση που αφορά την πορεία της ευρωπαϊκής λυκοσυμμαχίας, τους τρόπους λειτουργίας, το ίδιο το μέλλον της και το πώς τελικά η αστική τάξη κάθε χώρας αξιολογεί την ΕΕ, όπως μέχρι σήμερα είναι γνωστή, ως εργαλείο ικανοποίησης των σχεδιασμών της.
Ενδεικτικό είναι άρθρο του γραμματέα του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ζαν Κριστόφ Καμπαντελίς, που δημοσιεύουν τα χτεσινά «ΝΕΑ», στο οποίο μεταξύ άλλων σημειώνεται: «Πέραν της οικονομικής, υπάρχει και η πολιτική, υπάρχει και μια πολιτική πραγματικότητα: Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα σήμαινε πως το ευρώ είναι αναστρέψιμο κι αυτό είναι κάτι που, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, θα έσπευδαν να χρησιμοποιήσουν άλλες δυνάμεις και στο πλαίσιο της ίδιας της ΕΕ θα εκμεταλλεύονταν τα ξενόφοβα και εθνικιστικά κόμματα». Η ανησυχία για «αναστρέψιμο ευρώ» που μεταφέρει ο Καμπαντελίς είναι η ανησυχία της γαλλικής πλουτοκρατίας να «ανατραπεί» ο σημερινός συσχετισμός δύναμης στην Ευρώπη, οι ισορροπίες με τις οποίες μέχρι σήμερα η Γαλλία παραμένει δεύτερη ισχυρότερη δύναμη, αλλά και με τις οποίες το γαλλικό κεφάλαιο έχει επενδύσει για το «άνοιγμά» του συνολικά στην παγκόσμια αγορά.
Η ανησυχία αυτή της Γαλλίας μεγαλώνει τα τελευταία χρόνια, καθώς παρακολουθεί όχι μόνο τη δική της αποδυνάμωση (που αποτυπώνεται και στο μεγάλο της χρέος και δημόσιο έλλειμμα) αλλά και την ισχυροποίηση της Γερμανίας, η οποία και συνεχίζει να προπορεύεται, μεγαλώνοντας την απόσταση που τη χωρίζει από τις άλλες ευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες, διευρύνοντας την κυριαρχία ή τις αξιώσεις της σε μια σειρά κλάδους αλλά και αγορές. Οσο για την αγωνία για το πώς «άλλες δυνάμεις» ή «τα ξενόφοβα και εθνικιστικά κόμματα» θα εκμεταλλευτούν την «ανατροπή» του ευρώ, αυτή μάλλον αφορά ένα «καμπανάκι» απέναντι σε νέες ιμπεριαλιστικές συνεργασίες ή και μονιμότερες συμμαχίες που εξετάζονται. Αφορούν ένα σύνθημα «κινητοποίησης» απέναντι σε φωνές όπως αυτές του γαλλικού «Εθνικού Μετώπου» που, μιλώντας για «διάλυση της ΕΕ», εκφράζουν μερίδες κεφαλαίου που κρίνουν ότι τις ωφελεί περισσότερο η «στροφή» σε άλλες αγορές, η ιεράρχηση των δεσμών με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Τέτοιου είδους «στήριξη» της Ελλάδας, λοιπόν, δεν αφορά σε καμία περίπτωση την ανάγκη του λαού της να ζει με αξιοπρέπεια. Αφορά τους όρους με τους οποίους μονοπώλια εκτιμούν ότι θα διαπραγματευτούν από καλύτερη θέση την έξοδό τους από την κρίση. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι και η Γαλλία εστιάζει στη συζήτηση για τη διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέους (σ.σ. «ο συμβιβασμός πρέπει να περιλαμβάνει μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους» σημειώνει και ο Καμπαντελίς). Ούτε και ξεκίνησε τώρα η συζήτηση για τη λεγόμενη «χαλάρωση της λιτότητας» και των κανόνων «δημοσιονομικής προσαρμογής» στην ΕΕ, στην οποία η Γαλλία πρωτοστατεί εδώ και καιρό και με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, χτες, έγινε γνωστό ότι η Γαλλική Δημοκρατία συνδιοργανώνει στις 18-20 Νοέμβρη, στο Στρασβούργο, συνάντηση που βαφτίζει «Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Δημοκρατία», με κύριο θέμα: «Η ελευθερία κόντρα στον έλεγχο: προς μια δημοκρατική απάντηση» και υποάξονες συζήτησης όπως «Επιτήρηση: ποια είναι η σωστή δόση;».
Οσο βαθαίνει η ενδοϊμπεριαλιστική κόντρα για το ποιος θα υποδεχτεί τη φάση της ανάκαμψης λιγότερο χαμένος ή/και περισσότερος κερδισμένος, θα ενταθεί και η προσπάθεια χειραγώγησης των λαών. Οταν οι ιμπεριαλιστές συζητούν για το πώς πρέπει να ρυθμίζεται ο «έλεγχος» και η «επιτήρηση», συζητούν για την ευελιξία που ο καθένας τους έχει να προστατεύει τα μονοπωλιακά συμφέροντα που υπηρετεί απέναντι στους ανταγωνιστές του. Ο καθημερινός «έλεγχος» και η «επιτήρηση» των εργατικών - λαϊκών αναγκών, ώστε να προσαρμόζονται στις ανάγκες της «ανταγωνιστικότητας» και της «βιώσιμης ανάπτυξης», είναι αδιαπραγμάτευτος για όλες τις αστικές κυβερνήσεις και όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.