Τις σημερινές ανάγκες του εγχώριου κεφαλαίου για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή ενός τρίτου μνημονίου και τη στρατηγική επιλογή των κυρίαρχων τμημάτων του για παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ αποτυπώνει ο ΣΕΒ, σύμφωνα με τον οποίο, «η μη επίτευξη συμφωνίας ισοδυναμεί με την κατάρρευση της αγοράς, που θα φέρει την ύφεση και την ανεργία σε επίπεδα που θα απειλήσουν την κοινωνική συνοχή της χώρας». Πρόκειται για την αναγκαστική προσαρμογή των Ελλήνων βιομηχάνων στις συνθήκες της διαφαινόμενης όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, η διέξοδος από την οποία σε όφελος του κεφαλαίου έρχεται να «πατήσει» πάνω στα νέα αντιλαϊκά μέτρα.
Στο «εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία», ο ΣΕΒ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η οικονομία μπορεί να καταρρεύσει χωρίς καν να το καταλάβουμε, εάν δεν αποκατασταθεί γρήγορα η ρευστότητα από την ΕΚΤ, προϋπόθεση για την οποία είναι η σύναψη ενός 3ου μνημονίου».
Βάζοντας πλάτες στην επίτευξη της νέας αντιλαϊκής συμφωνίας, οι βιομήχανοι ενισχύουν τα ψευτοδιλήμματα και ομολογούν, από τη δική τους σκοπιά, ότι οι εναλλακτικές «λύσεις» (μέσα ή έξω από το ευρώ) αποτελούν επιλογές που παραπέμπουν το λαό από το κακό στο χειρότερο: «Μια σύνταξη σε ευρώ, οσοδήποτε κουτσουρεμένη, ένας μισθός σε ευρώ, οσοδήποτε χαμηλός, ένα κομπόδεμα στην άκρη σε ευρώ, οσοδήποτε μικρό, δε συγκρίνονται με την κατάσταση που θα επικρατήσει εάν βγούμε από το ευρώ»τονίζεται χαρακτηριστικά. Την ίδια ώρα, κάνουν λόγο για ραγδαία υποτίμηση του νέου νομίσματος, που «θα συνθλίψει το βιοτικό επίπεδο για αρκετά χρόνια και θα δώσει το τελειωτικό χτύπημα» στην οικονομία, λέγοντας πως «δεν υπάρχει θεραπεία χωρίς φάρμακα».
Μάλιστα, προετοιμάζοντας το κλίμα για όσα νέα αντιλαϊκά μέτρα θα ακολουθήσουν, επισημαίνουν: «Αναμένεται ένας διευρυμένος κατάλογος μέτρων, πέραν αυτών που είχαν υποβληθεί στην προηγούμενη αίτηση (...) λόγω της δυσμενέστερης συγκυρίας που επικρατεί σήμερα».
Σε σχέση, τέλος, με τη «βιωσιμότητα» του κρατικού χρέους, δηλαδή την ικανότητα αποπληρωμής από το λαό ενός χρέους που δεν είναι δικό του, ο ΣΕΒ εκτιμά ότι με βάση τους σχεδιασμούς του 2ου μνημονίου, θα πρέπει, για τα δάνεια της ΕΕ, να υπάρξει επέκταση της «περιόδου χάριτος» από τα 10 στα 20 χρόνια και της περιόδου αποπληρωμών από τα 20 στα 40 χρόνια.