ΚΟΜΕΠ Τεύχος: 2005 Τεύχος 2
του Νίκου Παπαγεωργάκη
Οι ταξικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις του 20ού αιώνα, οι ταξικοί «εμφύλιοι πόλεμοι» ανεξάρτητα από το αν είχαν πάντα ξεκάθαρους στόχους, επιτυχή ή όχι κατάληξη, απέδειξαν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι παντοδύναμος. Ανέδειξαν ξεκάθαρα τον αντιδραστικό πλέον ρόλο της πλουτοκρατίας, του ιμπεριαλισμού, τη δυνατότητα και αναγκαιότητα ανατροπής του ως προϋπόθεση της υλοποίησης των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Σήμερα όμως, 88 χρόνια μετά την πρώτη νικηφόρα προλεταριακή Οκτωβριανή επανάσταση, 60 χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ευρώπης από το φασισμό, 56 χρόνια μετά τον ένοπλο λαϊκό αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), ένας άλλος ανεπίσημος «πόλεμος» συνεχίζεται από τη μεριά της αστικής τάξης και των απολογητών της. Εχοντας ήδη νικήσει προσωρινά στον πόλεμο με το σοσιαλισμό συνεχίζουν έναν άλλον. Εναν πόλεμο κατά της επιστήμης, με οτιδήποτε συμβάλλει στη συνειδητή αντίληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Στρατηγικός στόχος, η υπεράσπιση και διαιώνιση του κοινωνικού συστήματος του καπιταλισμού. Για την επιτυχία αυτού του στόχου έχουν ανάγκη πρωτίστως από μια τακτική που θα αποκρούει και θα αναιρεί οποιαδήποτε προσπάθεια (σε ιδεολογικό ή πρακτικό επίπεδο) αμφισβήτησης του συστήματος, που θα τσακίζει πρώτ’ απ’ όλα οτιδήποτε θέλει να αμφισβητήσει την καρδιά του συστήματος, δηλαδή τις ταξικές σχέσεις ιδιοκτησίας, την καπιταλιστική ιδιοποίηση του αποτελέσματος της διαδικασίας παραγωγής και διανομής.
«ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΣ»:
ΜΙΑ «ΝΕΑ» ΟΨΗ ΤΗΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗΣ;
Η «αναθεώρηση» της ιστορίας, που τόσο προβάλλεται από ακαδημαϊκούς δασκάλους και εφημερίδες, πήρε πολύ πιο συγκεκριμένες διαστάσεις στην Ελλάδα, κυρίως μετά το συνέδριο του Βόλου (Οκτώβρης 2000), όπου ο Στάθης Καλύβας αρχίζει να προβάλλει τη «ριζοσπαστική» του επιστημονική έρευνα. Μια έρευνα που -εκτός των άλλων- επιδιώκει να πείσει ότι η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να δώσει συνολικές απαντήσεις και συμπεράσματα για το παρελθόν, δεν μπορεί να εξετάζει το «γενικό» και το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει είναι να ερευνά το «μερικό», δηλαδή μόνο επιμέρους πτυχές της πραγματικότητας, ώστε από το άθροισμα των μερικών να προκύψει το αληθινό γενικό και συνολικό.
Ο ίδιος επιλέγει το γεωγραφικό περιορισμό στην περιοχή της Αργολίδας και τον «κοινωνικό περιορισμό» στη στρατιωτική («τρομοκρατική» όπως την αποκαλεί) δράση του ΚΚΕ. Το «μερικό» γίνεται «μερικότερο», καθώς από την ένοπλη δράση επιλέγει μόνο αυτή που σχετίζεται με τμήματα του ντόπιου πληθυσμού και με τα Τάγματα Ασφαλείας. Το «ειδικό» ή «μερικό» δεν εξετάζεται στη διαλεκτική του σχέση με το «γενικό», αλλά απολυτοποιείται ως μια αυτοτελής αλήθεια, που αν και «επιμέρους» έχει αξίωση να γίνει και γενικώς παραδεκτή. Ομως στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω. Εδώ απλώς σημειώνουμε, ότι ο ίδιος ο Καλύβας και οι ομοϊδεάτες του δεν είναι συνεπείς ούτε σε αυτό που υποστηρίζουν, γιατί αν και θιασώτες των τοπικών μαρτυριών, αποφεύγουν σκόπιμα να στηριχτούν σε τοπικές μαρτυρίες τόσων και τόσων συγγραφέων κομμουνιστών.
Είχε προηγηθεί η αντίστοιχου περιεχομένου ομιλία του στο Λονδίνο, τον Απρίλη του 1999. Ωστόσο, μεγαλύτερη προβολή φαίνεται ότι απολαμβάνει ένας επίτιμος καθηγητής Ιστορίας σε Κολέγιο του Λονδίνου, ο Mark Mazower, που από το 1994 ως το 2002 έχει εκδώσει στην Ελλάδα (μεταφρασμένα από τα αγγλικά) 4 βιβλία. Οι αντιλήψεις του περί (ανα)θεώρησης της ιστορίας γίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρες το 2000, όταν αναλαμβάνει την επιμέλεια ενός τόμου “After the War Was Over”[1].
Σ’ αυτόν τον τόμο συμπεριλαμβάνεται και η εργασία του Στ. Καλύβα «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή», που μπήκε στο στόχαστρο μιας πλειάδας ιστορικών (διαφορετικών ιδεολογικών, πολιτικών και «ιστορικών» αντιλήψεων), κυρίως μετά την εμφάνιση του «μανιφέστου» των Στ. Καλύβα - Ν. Μαραντζίδη[2]. Είχε προηγηθεί ένα παρόμοιο άρθρο του Στ. Καλύβα[3], ακριβώς την παραμονή της ελληνικής έκδοσης του «Μετά τον Πόλεμο».
Εκ των υστέρων ο γράφων απέκτησε την πεποίθηση ότι το εν λόγω άρθρο γράφτηκε για να απαντήσει προκαταβολικά σε όσους ακριβώς θα τολμούσαν να αμφισβητήσουν την «επιστημονικότητα» της έρευνάς του καθώς και την «αμεροληψία» της.
Σ’ εκείνο λοιπόν το άρθρο ο Στάθης Ν. Καλύβας, με την «αυθεντία» που του προσδίδει ο τίτλος του «τακτικού καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale[4], ανακάτευε την υπόθεση Τσενάι με το Μακεδονικό και τη δεκαετία του 1940, για να «αποδείξει» ότι «… αμφισβητείται έντονα και επιτακτικά η δυνατότητα επιστημονικής διερεύνησης της πρόσφατης ιστορίας μας όταν αυτή ανατρέπει κατεστημένες δοξασίες και προκαταλήψεις»[5]. Τόση γενικολογία από έναν λάτρη του «ειδικού», μάλλον ξενίζει τους αμύητους!
Είναι τόσο «αποστασιοποιημένος» και «αμερόληπτος» όσο και η θέση του: «Είναι γενικά παραδεκτό (σ.σ. πάλι γενικολογία;) πως στο επίπεδο του δημοσίου λόγου, οι κυρίαρχες ερμηνείες για την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου προέρχονται από τους απροκάλυπτα στρατευμένους μύθους που κατασκευάστηκαν στα πλαίσια της εμφύλιας σύρραξης. Ο μεταπολεμικός μύθος επεβλήθη από τους νικητές του εμφυλίου πολέμου ενώ μεταπολιτευτικά τη σκυτάλη την πήραν οι επίγονοι των ηττημένων». (σ.σ. η υπογράμμιση δική μας).
Την ίδια «αμερόληπτη» άποψη, ειδικά για την περίοδο της μεταπολίτευσης έχει βέβαια και ο Κ. Μητσοτάκης. Ο τελευταίος τουλάχιστον την εξέφρασε πλέκοντας ταυτόχρονα εγκώμια στον Νικ Γκέιτζ και στην «Ελένη» του[6]. Το πολιτικό του εκτόπισμα δε χρειάζεται φτιασίδια «αποστασιοποίησης» και «ουδετερότητας» για να εκφράσει τον αντικομμουνισμό του. Ο Στ. Καλύβας όμως τα έχει ανάγκη.
Παραβλέποντας ταυτόχρονα τη διαφορά του ρεπορτάζ από την ιστορία, αναγάγει τις συνεντεύξεις που πήρε από «διάφορους» (οι περισσότεροι δεν αναφέρονται καν ονομαστικά) σε ιστορικές πηγές. Το ότι -έστω κι απ’ την πλευρά της «κοινωνικής ανθρωπολογίας»- οι συγκεκριμένοι εκφράζουν τη γνώμη που έχουν σήμερα για τα τότε γεγονότα και δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς οι ίδιοι τα έβλεπαν τότε, δε φαίνεται να ενοχλεί τον Στ. Καλύβα. Και για να τονίσει την «αποστασιοποίηση» επιλέγει -με άγνωστα για μας κριτήρια- γνώμες και αναμνήσεις αμφότερων κατά τη γνώμη του πλευρών. Αυτό όμως δεν είναι τίποτ’ άλλο από μηχανιστική επιβολή στην ιστοριογραφία, του παραλόγου της στατιστικής: Το ένα χέρι στη φωτιά, το άλλο στον πάγο, άρα η μέση θερμοκρασία σώματος είναι κανονική!
Ο υπερθετικός της «αντικειμενικότητας» των πηγών του «νέου κύματος», όπως επίσης λέγεται, είναι τα πρακτικά των δικών της, περιόδου του εμφυλίου. Ενώ υπάρχει μια γενικότερη παραδοχή ότι αυτές ήταν δίκες σκοπιμότητας, δίκες- παρωδία, όπου πολλές φορές μαυροφορεμένοι κατήγοροι αναλάμβαναν σε επαγγελματική βάση την ψευδορκία (μερικές φορές είχαν τέτοιο ζήλο, που αναγνώριζαν και λάθος πρόσωπα ως κατηγορούμενους), ο Στ. Καλύβας θέλει να μας πείσει ότι σχεδόν αποτελεί νεωτερισμό και κατόρθωμα εκ μέρους του η αξιοποίηση τέτοιων πηγών. Μόνο που άργησε πολύ. 55 χρόνια και παραπάνω! Ούτε η θεωρία των τριών γύρων, μήτε τα περί «εγκληματικών στοιχείων» που αποτέλεσαν το ΔΣΕ μπορούν ν’ αποκτήσουν φρεσκάδα, πόσο μάλιστα επιστημονικό κύρος. Αλλωστε, η πηγάδα του Μελιγαλά, που ο Στ. Καλύβας θέλει να τη γεμίσει με «… περίπου 800 έως 1000 άτομα»[7], έχει προ καιρού χάσει την αξία της ως σημαία της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας.
Παρ’ όλο που επικρίνει όλους όσους διαφωνούν μαζί του για «περίεργη αδυναμία απεμπλοκής από τις ιδεολογικές και συναισθηματικές αγκυλώσεις που μας κληροδότησε η δεκαετία του 1940»[8], ο ίδιος αποκαλύπτει καθαρά τη δική του ιδεολογική αντικομμουνιστική «αγκύλωση» σχολιάζοντας το Δεκέμβρη του ‘44[9].
Πέρα όμως από την ιδεολογική του εμπάθεια, η μεθοδολογία του εμφανίζει πολύπλευρες και σοβαρές αδυναμίες. Η ιστοριογραφία έχει ξεπεράσει εδώ και έναν αιώνα τουλάχιστον μεθοδολογικές και ερμηνευτικές «αγκυλώσεις», όπως αυτές του Στ. Καλύβα. Μπόρεσε π.χ. να ξεφύγει από μηχανιστικές αντιλήψεις απλής καταγραφής γεγονότων ή συγκόλλησης επιμέρους ιστοριών[10]; Η «ριζοσπαστική» μεθοδολογία της «νέας» σχολής αμφισβητεί ξανά πράγματα αποδεδειγμένα, ένα κατακτημένο πλέον επιστημονικό επίπεδο. Ομως δεν υπάρχει ανάγκη να βάλουμε το δάχτυλο στην πρίζα για να μάθουμε ότι το ρεύμα μπορεί να σκοτώσει. Ο τρόπος που ο Στ. Κ. και οι υποστηρικτές του εξετάζουν το παρελθόν ίσως να είναι ο μόνος που μπορεί να στηρίξει τα συμπεράσματα που θέλουν να βγάλουν (το ΚΚΕ τρομοκρατούσε, ήταν αποκομμένο από τις πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας των απλών ανθρώπων, σταθερή και κύρια πρόθεσή του ήταν η ένοπλη σύγκρουση για την κατάληψη της εξουσίας και οι απάνθρωπες σφαγές του υποχρέωσαν τους απλούς ανθρώπους να ανταπαντήσουν με άλλες ένοπλες ομάδες κ.ά.), δεν ανταποκρίνεται όμως καν στα καταγεγραμμένα γεγονότα.
Για λόγους συντομίας θα περιοριστούμε στο ζήτημα της ένοπλης αντίστασης, που αποτελεί βασική παράμετρο σ’ αυτά που γράφει ο Στ. Καλύβας.
Η μεθοδολογία του τον οδηγεί πρώτ’ απ’ όλα στην απομόνωση της ένοπλης πάλης απ’ όλες τις άλλες κοινωνικές εξελίξεις και στη μεταφυσική αναγωγή της σε μοναδικό ιστορικό φαινόμενο της εποχής:
Υποτιμάται, αν δεν αποσιωπάται πλήρως, ο χαρακτήρας του πολέμου, η τριπλή φασιστική κατοχή της Ελλάδας και οι πολύπλευρες δυσμενείς επιπτώσεις της για το λαό (με αποκορύφωμα τη λιμοκτονία πάνω από 300.000 ανθρώπων). Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι εύκολο να αγνοηθεί ο χαρακτήρας και ο ρόλος των κατοχικών κυβερνήσεων, σε ποιους μηχανισμούς (των στρατιωτικών συμπεριλαμβανομένων) στηρίχθηκαν, καθώς και η επίδραση που άσκησαν στην κοινωνία οι πολιτικοί σχηματισμοί που στήριξαν ή εναντιώθηκαν στην Κατοχή.
Αποσιωπούνται (και όχι βέβαια από άγνοια) οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που προηγήθηκαν της ένοπλης (δηλαδή ποιοτικά ανώτερης μορφής) απελευθερωτικής πάλης (και όχι απλά «ένοπλες συρράξεις»), βρίσκονταν σε συνεχή αλληλεπίδραση με αυτή και αποτέλεσαν βασική προϋπόθεση για την επιτυχή της έκβαση. Ωσάν το Εργατικό ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, η Αλληλεγγύη να υπήρχαν σε άλλο πλανητικό σύστημα. Ακόμα και στο τοπικό επίπεδο της Αργολίδας (χώρο της βασικής όπως είπαμε «έρευνας» του Καλύβα), το ΕΑΜ αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με στρατιωτικές ή «τρομοκρατικές» του αποφάσεις, που μάλιστα τις εμφανίζει συμπληρωματικές ως προς τις αντίστοιχες του ΚΚΕ.
Φυσική απόρροια των παραπάνω είναι και η αποσιώπηση της ταξικής διάστασης (ποιες κοινωνικές δυνάμεις τάχθηκαν με ποιον).
Αγνοώντας λοιπόν τα συνολικά ιστορικά γεγονότα και τη μεταξύ τους διαλεκτική σχέση, πολύ εύκολα η έρευνα της «τοπικής» ιστορίας γίνεται «ιστοριούλα» (παραμύθι), όπως αυτές που κατασκευάζει ο Στ. Καλύβας.
Με τη φόρα που έχει πάρει, εκτός του ότι η ένοπλη οργανωμένη αντίσταση (η συνειδητή δηλαδή επιλογή να ριψοκινδυνεύσεις την ίδια σου τη ζωή) γεννάται, όπως ισχυρίζεται, από τις προσωπικές «βεντέτες» και τις ανθρώπινες ματαιοδοξίες, σε λίγο ίσως ισχυριστεί ότι και οι σημαντικότατες κινητοποιήσεις του άμαχου λαού (π.χ. ενάντια στην επιστράτευση, οι απεργιακοί αγώνες της εποχής κλπ.) ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού της «κόκκινης τρομοκρατίας» που άσκησε πάνω τους το μόνιμα «καχύποπτο» ΚΚΕ!
Η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑΣ» ΚΑΙ ΟΙ ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΙ ΕΚΦΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ
Κατά τη γνώμη μας η «έρευνα» του Στ. Κ. είναι η πιο προωθημένη θέση ενός ρεύματος που ο Μ. Μαζάουερ προσπαθεί να αναδείξει σε κυρίαρχο και στην ελληνική ιστοριογραφία, αφού έχει ήδη κάνει θραύση στο χώρο της Δυτικής Ευρώπης εδώ και δεκαετίες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην εισαγωγή του στο σύγγραμμα στο οποίο αναφερόμαστε, ο Μαζάουερ χρησιμοποιεί αυτούσιο το γερμανικό όρο Alltagsgeschichte (ιστορία της καθημερινότητας)[11], δίνοντας έμφαση σε μια γερμανική «σχολή» που αναδείχτηκε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1980.Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80, η υποτιθέμενη επιστροφή του ατόμου στο προσκήνιο της ιστορικής μελέτης ενοποιήθηκε με τη «σχολή» της «ιστορίας της καθημερινότητας».
Το ότι ο όρος «Alltagsgeschichte» στερείται επιστημονικής ακρίβειας και το γεγονός ότι δεν υπάρχει αντίστοιχη «σχολή» με την ακριβή έννοια αναγνωρίζεται και από τους ίδιους τους οπαδούς της: η «καθημερινότητα» (Alltag) χαρακτηρίζεται ως «συναθροιστικός όρος για διαφορετικές φόρμες και προσεγγίσεις των καθημερινών εμπειριών ανθρώπων»[12]. Στόχος αυτής της «σχολής» όσο κι αυτής της «ιστορίας της ιδιοσυγκρασίας» (Mentalitatsgeschichte) ασχολούμενες αρχικά κατά κύριο λόγο με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (ίσως γιατί συνειδησιακά και συναισθηματικά αυτός ο πόλεμος αντιμετωπίζεται από τις πλατιές μάζες με μια σχετικά μεγαλύτερη απάθεια) και μετά με το Δεύτερο, είναι να αναδείξουν επιμέρους πλευρές εξελίξεων, επιμέρους γεγονότα ή ακόμα και επιμέρους αντιλήψεις και συναισθήματα ομάδων και ατόμων (π.χ. φαντάρων, οικογενειών που μέλη τους βρίσκονται στο μέτωπο, εργατών σε μια επιχείρηση κλπ.) σε κύριο παράγοντα της ιστορικής εξέλιξης. Της προσδίδουν μάλιστα την «επαναστατική» ονομασία «ιστορία από τα κάτω»[13].
Αυτονομούν και αυτοί το «μερικό» από το «γενικό» και προσπαθούν να το αναδείξουν σε κύριο παράγοντα των ιστορικών αλλά και γενικότερα των κοινωνικών εξελίξεων. Ασχολούμενοι μ’ αυτόν τον τρόπο με τους δυο καταστροφικότερους πολέμους της ιστορίας της ανθρωπότητας, πολύ ευκολότερα μπορεί να αποσιωπηθεί ο χαρακτήρας του ιμπεριαλισμού, ο ρόλος της χρηματιστικής ολιγαρχίας και των πολιτικών της εκφραστών στην εξόντωση λαών.
Η βία (όπως και στο Στ. Καλύβα) αυτονομείται από το ερώτημα ποια κοινωνική τάξη την επιδιώκει κάθε φορά και για ποιο σκοπό. «Χάνει» τις κοινωνικές της αιτίες και ο πόλεμος στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται ως μεταφυσικό πεπρωμένο, ως αποτέλεσμα σταδιακής όξυνσης προσωπικών παθών και συγκρούσεων.
Εκτός των άλλων, μ’ αυτόν τον τρόπο, ως τμήμα της κυρίαρχης ιστοριογραφίας της άρχουσας τάξης, στενά συνδεδεμένης με την κυρίαρχη πολιτική συνέβαλλαν και στην προετοιμασία της λαϊκής συνείδησης για την αποδοχή θρησκευτικών-πολιτικών πράξεων αντίθετων προς την ιστορική πραγματικότητα.
Ετσι εξελίχθηκε σε «εύκολη υπόθεση» η αγιοποίηση του τελευταίου τσάρου της Ρωσίας από τη ρωσική ορθόδοξη εκκλησία και του τελευταίου Κάιζερ της Αυστρίας από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Για να μην «υποτιμηθεί» και ο ρόλος του άλλου τελευταίου Κάιζερ, αυτού της Γερμανίας, η γερμανική κυβέρνηση διενεργεί τακτικά επίσημες τελετές σε ναό αφιερωμένο στη μνήμη του «ευσεβούς» αυτού χριστιανού. Πρόσωπα, που στις σημερινές συνθήκες θα δικάζονταν ως «εγκληματίες πολέμου», αποκτούν ξανά την «ιερότητα» της αίγλης που έχει ανάγκη το σύστημα για την εντονότερη χειραγώγηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Μ’ αυτόν τον τρόπο ο «Μεγάλος Πόλεμος» (όπως προσπαθούν χρόνια τώρα να τον επιβάλουν στη λαϊκή συνείδηση κυρίως στη Γαλλία και τη Μ. Βρετανία) καταγράφεται «μεγάλος», όχι μόνο ως προς τον αριθμό των θυμάτων του. Αποκτά «μεγαλείο» και ως προς τον «ηρωισμό» των εκατομμυρίων που διαμέλισαν τις σάρκες τους στα πεδία των μαχών για να χορτάσουν για άλλη μια φορά οι πλουτοκράτες.
Οταν το 1961 ο Φριτς Φίσερ τόλμησε στο έργο του[14] να θέσει ως πρώτος μη κομμουνιστής στη Γερμανία το ζήτημα της πρωταρχικής ευθύνης της Γερμανίας για τον πρώτο πόλεμο (άσχετα από το πώς εμείς κρίνουμε συνολικά το βιβλίο αυτό), ξέσπασε η λεγόμενη «διαμάχη των ιστορικών» με την εμπλοκή και του επίσημου δυτικογερμανικού πολιτικού κατεστημένου, ακόμα και του τότε καγκελάριου (Λ. Ερχαρντ) και υπουργού Αμυνας (Γ. Στράους).
Η διαμάχη αυτή οδήγησε τελικά, μετά από μια εικοσαετία περίπου, στην αποδοχή της θέσης του Φίσερ από το μεγαλύτερο μέρος της δυτικογερμανικής ιστοριογραφίας. Σ’ αυτό βέβαια είχαν συμβάλει τόσο η ιστοριογραφία στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ), όσο και η σταθερή δέσμευση του σοσιαλιστικού κράτους να μην ξεκινήσει ποτέ ξανά πόλεμος από γερμανικό έδαφος.
Οταν όμως άρχισε να διαφαίνεται η μεγάλη πιθανότητα προσάρτησης της ΓΛΔ, η συζήτηση περί ευθυνών δεν ικανοποιούσε τη γερμανική χρηματιστική ολιγαρχία, στη φάση μάλιστα της προετοιμασίας της και για είσοδο σε καινούργιους πολέμους. Το ότι την ίδια περίοδο αυτές οι σχολές έχαιραν μεγάλης εκτίμησης, ιδιαίτερα στον επίσημο τύπο του γερμανικού στρατού και στα περιοδικά πολεμικής ιστορίας, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.
Για όσους οι παραπάνω «ιστορικές αλήθειες» δε φαντάζουν και τόσο πειστικές, οι «σχολές» που αναφέραμε διαθέτουν κι άλλες παραλλαγές στο απολογητικό τους μενού:
Ο Πρώτος Πόλεμος ήταν αποτέλεσμα της «μοιραίας συνάντησης» της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης με τους «ιμπεριαλιστικούς» πόθους των στρατοκρατών σε διάφορες μεγάλες χώρες και των «εθνικισμών» των αντίστοιχων λαών, με επίσης δεδομένη τη μοιραία «ανικανότητα των ευρωπαϊκών ηγετικών στρωμάτων να αναγνωρίσουν ή να αποδεχτούν στρατιωτικούς νεωτερισμούς και κοινωνικές εντάσεις»[15]. Υποστηρίζουν λοιπόν ότι οι «εθνικισμοί» ώθησαν τη σοσιαλδημοκρατία στη στήριξη του πολέμου κι όχι η συνειδητή της ένταξη και στήριξη του ιμπεριαλιστικού συστήματος! Αποκρύπτουν ότι τα αίτια ύπαρξης των «στρατοκρατών» είναι η ανάγκη προώθησης και επιβολής με όλα τα μέσα των συμφερόντων του κεφαλαίου, την ταξική σύνδεση μεταξύ της οικονομικής κυριαρχίας και της στρατιωτικής οργάνωσης και επιθετικότητας της πολιτικής εξουσίας.
Μελετώντας το «ειδικό», επιλέγεται συνειδητά η αγνόηση της πρωταρχικής αιτίας των ιμπεριαλιστικών πολέμων: το «μοιραίο» βίαιο ξαναμοίρασμα της παγκόσμιας τράπουλας (νέες σφαίρες επιρροής και νέες αγορές για την εξασφάλιση πρώτων υλών και τη διάθεση κεφαλαίων και εμπορευμάτων), ως προσαρμογή - αντιστοίχιση στις ανακατατάξεις και στις νέες ισορροπίες εντός του ιμπεριαλιστικού συστήματος!
Εντελώς «συμπτωματικά» η ίδια η σημερινή γερμανική σοσιαλδημοκρατία αξιοποιεί αυτή την εκδοχή για τα αίτια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία: όχι τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της Γερμανίας και των ΗΠΑ, αλλά οι «εθνικισμοί» έφεραν τον πόλεμο! Και για τον πόλεμο στο Ιράκ φταίει ο «κακός», «θρησκόληπτος» Μπους!
Στο ίδιο μοτίβο εντάσσεται και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Απολυτοποιώντας μια προπαγανδιστική φράση του στρατηγού Ντε Γκωλ (κατά το διάστημα της εξορίας του στην Αγγλία) περί του «τριαντακονταετούς πολέμου του 20ού αιώνα» ενοποιούν τους δύο πολέμους, όχι σε σύνδεση με τη φύση του καπιταλισμού και τις επεκτατικές του τάσεις, όχι σε σχέση με την ανάγκη του γερμανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου να αποκτήσει μεγαλύτερο κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς, αλλά σε σχέση με «τις ανικανοποίητες φιλοδοξίες της γερμανικής στρατοκρατίας».
Ο «ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜΟΣ»
Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ «ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΥ»
Οι Μαζάουερ, Καλύβας και Σια, θέλοντας με καθυστέρηση μιας δεκαπενταετίας να εισάγουν και στην Ελλάδα τις «νέες» απολογητικές αντιλήψεις στην ιστοριογραφία, ήταν υποχρεωμένοι να τις «επικαιροποιήσουν», λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τους το «νέο» ρεύμα που αποκαλούμε «ιστορικό ρεβιζιονισμό» (Geschichtsrevisionismus). Το ρεύμα αυτό στην ουσία του δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια αναγέννηση του δόγματος του ολοκληρωτισμού. Τα χρονικά όρια που χωρίζουν το παλιό με το νεότερο δόγμα είναι δυσδιάκριτα.
Η «αυθεντική» θεωρία του ολοκληρωτισμού ξεκίνησε ως πολιτική απολογητική μιας συγκεκριμένης μορφής άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου πάνω στο προλεταριάτο και τα άλλα λαϊκά στρώματα (της αστικής δημοκρατίας), που αποσιωπώντας τον ταξικό χαρακτήρα του φασισμού ως μια άλλη μορφή αστικής εξουσίας, αντιπαραβάλλει από κοινού το φασισμό και τη σοσιαλιστική εξουσία («κόκκινο φασισμό») με τη «δυτική δημοκρατία».
Εμφανιζόμενη κατά την περίοδο της ανόδου του ιταλικού και γερμανικού φασισμού εξυπηρετούσε την αστική τάξη στην πάλη της με το εργατικό - κομμουνιστικό κίνημα για το κέρδισμα μικροαστικών στρωμάτων, στην προσπάθειά της δηλαδή στις συγκεκριμένες συνθήκες να αποτρέψει τη συγκρότηση αντιφασιστικών μετώπων με τους κομμουνιστές.
Ο αστός πολιτικός Τζιοβάνι Αμέντολα (στον οποίο αποδίδεται συχνά η πατρότητα του όρου) αρχικά χρησιμοποίησε τον όρο «ολοκληρωτικό» (totalitario), ένα χρόνο μετά την άνοδο του ιταλικού φασισμού στην εξουσία, για να προσδιορίσει το σύστημα που ήθελε να εγκαθιδρύσει ο Μουσολίνι. Λίγο αργότερα όμως θα αναπτύξει περισσότερο το συλλογισμό του περιγράφοντας τόσο το φασισμό όσο και τον κομμουνισμό ως «ολοκληρωτική αντίδραση στο φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία». Την ίδια εποχή, ο ιερέας Ντον Λουίτζι Στούρτσο[16] ήταν αναλυτικότερος. Η μόνη διαφορά που εντόπιζε ήταν ότι «ο μπολσεβικισμός είναι μια κομμουνιστική δικτατορία ή ένας αριστερός φασισμός και ο φασισμός είναι μια συντηρητική (sic!) δικτατορία ή ένας δεξιός μπολσεβικισμός»[17]! Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες εμφανίστηκαν πολύ πιο «προχωρημένοι» στις εκλογές του 1932 αναγράφοντας σε εκλογικό πλακάτ μεταξύ άλλων, τα παρακάτω: «κομμουνιστές και εθνικοσοσιαλιστές παλεύουν μαζί (…). Τους ενώνει η ίδια τρομοκρατία, τα ίδια ψέματα, το ίδιο μίσος. (…) Οποιος εκλέγει κομμουνιστικά, εκλέγει εθνικοσοσιαλιστικά»[18].
Η έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου ανέκοψε την τάση επιβολής αυτού του πολιτικού δόγματος ως κυρίαρχου. Δεν μπορούσε άλλωστε να βρει λαϊκό έρεισμα σε μια περίοδο που το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, με το όπλο στο χέρι, με τον πρωτοπόρο πολιτικό του ρόλο στην αντιφασιστική συσπείρωση (αντιφασιστικά μέτωπα) και με το τρανό παράδειγμα της θυσίας εκατοντάδων χιλιάδων κομμουνιστών σ’ αυτόν τον πόλεμο, είχε κατακτήσει στην πράξη τη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων. Η αναγκαστική αποδοχή από τις ιμπεριαλιστικές «συμμαχικές δυνάμεις» του πρωτεύοντος ρόλου της ΕΣΣΔ και του ΚΚΣΕ στην έκβαση του πολέμου κατά των δυνάμεων του Αξονα δεν μπορούσε να συμβαδίσει με την καλλιέργεια τέτοιων αντιλήψεων.
Το πέρασμα όμως στην περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου»[19] έφερε εκτός των άλλων και το δόγμα αυτό ξανά στο προσκήνιο του θεωρητικού και πολιτικού οπλοστασίου του ιμπεριαλισμού. Οσο «πειστικότερα» εξισώνονταν ο κομμουνισμός με το φασισμό, τόσο ευκολότερα μπορούσαν να επιβληθούν και τα απαιτούμενα μέτρα στην κατεύθυνση της επανεγκαθίδρυσης της απόλυτης κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού. Σ’ αυτές τις θεωρίες στηρίχθηκε κατά μεγάλο μέρος η αντικομμουνιστική υστερία (από την επιτροπή αντιαμερικανικών υποθέσεων του Μακάρθυ μέχρι την απαγόρευση κομμουνιστικών κομμάτων ανά την υφήλιο -της «δημοκρατικής» Δυτικής Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης- «και των παραφυάδων αυτών» (συνδικάτα, φιλειρηνικά κινήματα κλπ.).
Εξισώνοντας τη δικτατορία του προλεταριάτου (την πιο προωθημένη μορφή δημοκρατίας) με το φασισμό δημιουργείται αυτόματα και η «απαίτηση» της αντιμετώπισής της με τα ίδια ή τουλάχιστον με παρόμοια μέσα: καταστολή της «πέμπτης φάλαγγας» (ή του «εσωτερικού εχθρού») στην ενδοχώρα (βλέπε κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα) και οικονομικές θυσίες από τα λαϊκά στρώματα για ασύλληπτους εξοπλισμούς για το χτύπημα του «εξωτερικού εχθρού». Ακόμα και οι απανταχού «προληπτικές» ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις έβρισκαν στήριγμα σ’ αυτούς τους συλλογισμούς. Από την «πρωτοπόρα» και «αριστερού» προφίλ Χάννα Αρεντ (Hannah Arendt) και το αγγλικό της σύγγραμμα «Στοιχεία και καταβολές ολοκληρωτικής εξουσίας» (1951), το «κλασσικό» πια «Ολοκληρωτική δικτατορία και δεσποτισμός» (Totalitarian Dictatorship and Autocracy) των Carl Joachim Friedrich και Zbigniew Brzezinski (1956) μέχρι τους επιγόνους τους των δεκαετιών ’60-’70, τα παραπάνω παραμένουν κοινά και αναλλοίωτα χαρακτηριστικά[20].
Ταυτόχρονα όμως, κανένας απ’ αυτούς τους «εχθρούς του ολοκληρωτισμού» δεν έθιξε -έστω ακροθιγώς τουλάχιστον- την επανένταξη ανώτατων στελεχών του χιτλεροφασισμού σε ανώτατες θέσεις του δυτικογερμανικού κράτους (πολιτικοί, δικαστές, στρατιωτικοί της Βέρμαχτ κλπ.), ακόμα και στα ανώτατα επιτελεία του ΝΑΤΟ. Πολλοί από αυτούς δήλωναν μάλιστα και περήφανοι για το ναζιστικό παρελθόν τους[21]. Απαίτηση βέβαια από αυτούς δεν μπορούσε να έχει κανείς για μια ιστορική κριτική προσέγγιση του γεγονότος ότι οικονομικοί παράγοντες (βιομήχανοι, τραπεζίτες) που στήριξαν ενεργά (ακόμα και από διοικητικές και κομματικές θέσεις) το φασισμό και τον πόλεμο, εξασφαλίζοντας και τα ανάλογα οικονομικά οφέλη, παρέμειναν και μετά τον πόλεμο ως βασικοί «παίκτες» της γερμανικής οικονομικής ολιγαρχίας. Πόσο μάλιστα να ασχοληθούν και με τη συμβολή του διεθνούς κεφαλαίου (ιδιαίτερα του αμερικανικού) στον επανεξοπλισμό της χιτλερικής Γερμανίας και στην από κοινού εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των εγκλεισμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο «ΝΕΟΣ» ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Μετά από μια σχετική κάμψη που βίωσε το «ρεύμα» του «ολοκληρωτισμού» τη δεκαετία του ’70, κάμψη που σχετίζεται άμεσα με την ιμπεριαλιστική πολιτική «προσέγγισης» των σοσιαλιστικών χωρών και με την σχετική ύφεση που επιτεύχθηκε στον τομέα των πυρηνικών εξοπλισμών, η δεκαετία του ’80 (ιδιαίτερα από τα μέσα της και μετά) αποτέλεσε την απαρχή της «ανανέωσής» του με τη μορφή του ρεβιζιονισμού (αναθεωρητισμού).Η μόνη ποιοτική διαφορά (αλλά αρκετά ανησυχητική για πολλούς ιστορικούς ακόμα και πέρα των ορίων της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας) είναι ότι παύει πλέον να αξιοποιείται η συγκριτική μεθοδολογία για την ανάδειξη των «ομοιοτήτων» των «δύο τύπων ολοκληρωτισμού» και καλλιεργείται η ιδέα ότι ο «κόκκινος ολοκληρωτισμός» αν δεν ήταν χειρότερος, ήταν τουλάχιστον ο «πρωταρχικός», που αναγκαστικά επέφερε ως αντίδραση το φασιστικό «ολοκληρωτισμό».
Χαρακτηριστικά για τα παραπάνω είναι τα όσα γράφει ένας από τους πιο επιφανείς Γερμανούς «ιστορικούς αναθεωρητές», ο Ερνστ Νόλτε (Ernst Nolte)[22]. Ξεκινώντας με την προσπάθεια σχετικοποίησης («εξανθρωπισμού» θα μπορούσαμε να πούμε) μέσω της ανάδειξης απάνθρωπων (όχι όμως και πάντα πραγματικών) ενεργειών άλλων εθνών[23], καταλήγει στα «ρηξικέλευθα» συμπεράσματα ότι η ιστορία του φασισμού είναι υποκειμενική, μιας και γράφτηκε από τους νικητές (γι’ αυτό άραγε τι έχει να πει ο Στ. Καλύβας;), ότι ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός μεταβίβασαν στο φασισμό μεθόδους και πρότυπα, ότι ο φασισμός είναι αντίγραφο του κομμουνισμού, κλπ. Οι απόψεις του φαίνονται ξεκάθαρα στις ρητορικές ερωτήσεις που θέτει: «Δεν ήταν το αρχιπέλαγος GULag προγενέστερο του Αουσβιτς; Δεν ήταν οι «ταξικές δολοφονίες» το λογικό και πραγματικό πρότερο της «φυλετικής δολοφονίας» των εθνικοσοσιαλιστών; Μήπως το Αουσβιτς στηρίζονταν σε ένα παρελθόν που δεν ήθελε να εξαλειφθεί;»[24].
Το γεγονός ότι διαβάζοντας κανείς το περιβόητο «ο αγών μου» βλέπει ξεκάθαρα ότι ο Χίτλερ ήταν αντισημίτης τουλάχιστον από το 1914, δεν εμποδίζει τον Ε. Νόλτε να πιστεύει ότι η «αντιιδεολογία» του αντισημιτισμού ήταν αντίδραση στο μπολσεβικισμό (που στα 1914 όχι μόνο δεν είχαν εξουσία αλλά και φαίνονταν να είναι μακριά από μια τέτοια πιθανότητα).
Το πιο «προχωρημένο» σημείο στα έργα του Νόλτε, που συγγενεύει και με τις θέσεις του Στ. Καλύβα, είναι η φανταστική κατασκευή ή η γενίκευση επιμέρους γεγονότων για την αθώωση των επιλογών του κεφαλαίου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, «τα απάνθρωπα εγκλήματα» των μπολσεβίκων είναι αυτά που οδήγησαν τους αστούς ουσιαστικά σε μια «αμυντική αντίδραση». Οι αστοί, ο Χίτλερ, οι στρατοκράτες (ειδικά τώρα που εξέλιπε η ΕΣΣΔ) είναι στην ουσία αθώοι, αφού και η φασιστική ιδεολογία ήταν στην ουσία ιδεολογία υπεράσπισης της Γερμανίας και της αστικής της τάξης. (Το ποιος και γιατί ξεκίνησε τον πόλεμο σε πλήρη αντιστροφή - διαστροφή). Αφήνεται στην κρίση του αναγνώστη το κατά πόσο αυτή η αποδεκτή από τους Γερμανούς αστούς απολογητική[25] συγγενεύει με το φασισμό ή με τα συμπεράσματα του Στ. Καλύβα για την Εθνική Αντίσταση και το ΔΣΕ (π.χ. οι κομμουνιστές από το 1943 δεν έκαναν πια απελευθερωτικό πόλεμο αλλά πόλεμο για την κατάληψη της εξουσίας και τα «Τάγματα Ασφαλείας» δημιουργήθηκαν στην ουσία ως αντίδραση στην κόκκινη τρομοκρατία). Για την ουσία άλλωστε των «ριζοσπαστικών» αντιλήψεων του τελευταίου έχουν γραφτεί αρκετά[26].
«Συγγενής» με τους παραπάνω, αλλά κάπως πιο «προχωρημένος» είναι ένας άλλος «πυλώνας» του ιστορικού αναθεωρητισμού, ο Αντρέας Χίλγκρουμπερ. Στο βιβλίο του «Διπλή πτώση - η διάλυση (κατακερματισμός) του γερμανικού Ράιχ και το τέλος του ευρωπαϊκού εβραϊσμού»[27] (όπου η επιλογή του ουδέτερου όρου «τέλος» φαίνεται εντελώς συνειδητή) περνά στην ηρωοποίηση πλέον των ναζιστικών στρατευμάτων. Ειδικά από τη σελ. 24 και μετά, όπου μιλάει για απελπισμένη και γεμάτη θυσίες προσπάθεια της Στρατιάς της Ανατολής να «προστατέψει τον πληθυσμό της γερμανικής Ανατολής από τα εκδικητικά όργια του Κόκκινου Στρατού, τους μαζικούς βιασμούς, τις αυθαίρετες δολοφονίες και τους υποχρεωτικούς (χωρίς δυνατότητα επιλογής) εκτοπισμούς, (…) που προσπάθησαν να διατηρήσουν ελεύθερο το δρόμο απόδρασης προς τη Δύση». Δεν υπάρχει βέβαια ούτε εδώ καμιά αναφορά για το ποιος και γιατί ξεκίνησε τον πόλεμο, ούτε καν το πού βρίσκονταν αρχικά η εν λόγω Στρατιά πριν την «υπεράσπιση της Ανατολής». Ισως για το συγγραφέα το Στάλινγκραντ και η Μόσχα να ανήκαν στη «γερμανική Ανατολή»! Η παραπάνω λογική, για να εμφανιστεί πειστικότερη, αξιοποιεί και τους αριθμητικούς συμψηφισμούς των θυμάτων του πολέμου.
Στα παραπάνω βέβαια προστίθεται και η πολυδιαφημιζόμενη «Μαύρη Βίβλος του Κομμουνισμού» του Στ. Κουρτουά, μόνο που εμφανίστηκε με καθυστέρηση 15 σχεδόν χρόνων!
ΜΙΑ ΜΕΡΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ «ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΡΕΒΙΖΙΟΝΙΣΜΟΥ»
Ασχετα από επί μέρους διαφορές στη μεθοδολογία των διάφορων «σχολών» της αστικής ιστοριογραφίας και της πολιτικής, ο βασικός τους προσανατολισμός βρίσκεται στην κατεύθυνση της απάλειψης της έννοιας της ταξικότητας στην ιστορία. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να τη δούμε με το «νέο μάτι» που επιβάλλουν (!) οι μεταψυχροπολεμικές συνθήκες. Στόχος είναι να αθωωθεί ιστορικά ο ιμπεριαλισμός ή τουλάχιστον να αγνοηθεί ο ρόλος του στις καταστροφές που υπέστη η ανθρωπότητα από τους πολέμους και τις υπόλοιπες «ηπιότερες» μορφές συγκρούσεων για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Και κυρίως, να παρεμβληθούν πρόσθετα ιδεολογικά τείχη θωράκισης του καπιταλισμού και άρα παρεμπόδισης στη ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων. Βρίσκονται στην υπηρεσία της ιμπεριαλιστικής τάξης.Σ’ αυτό το κομβικό ζήτημα συναντιόνται τόσο οι «παλιές» σχολές, όπως του «ολοκληρωτισμού» και του «μετακαπιταλισμού» (ή της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας») όσο και οι «νέες» του «αναθεωρητισμού», του «τέλους της ιστορίας» και της Alltagsgeschichte.
Ιδιαίτερα οι «ιστορικοί ρεβιζιονιστές», μεσουρανώντας στη Γερμανία από το 1985 και μετά, προετοίμασαν ιδεολογικά το έδαφος για τις κατοπινές διώξεις των κομμουνιστών στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τις απαγορεύσεις ακόμα και αντίστοιχων συμβόλων και την αποκατάσταση των εγχώριων συνεργατών της ναζιστικής Γερμανίας ως «πατριώτες» και πρόδρομοι των σημερινών συνεργατών της ιμπεριαλιστικής Γερμανίας.
Προετοίμασαν το έδαφος για τη Γερμανία, μετά την προσάρτηση της ΓΛΔ, να βγει ξανά έξω από τα σύνορά της με στρατιωτικά μέσα (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν και όπου αλλού θεωρεί ότι τη συμφέρει), απαλλασσόμενη από το μεταπολεμικό καθεστώς αποστρατικοποίησης.
Αναδείχτηκαν σε ελίτ της ιστοριογραφίας και της πολιτικής σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ένας εκ των πρωτεργατών του ιστορικού ρεβιζιονισμού στη Γερμανία ο Μίχαελ Στύρμερ (Michael Stόrmer) ήταν ταυτόχρονα και σύμβουλος του καγκελάριου Χέλμουτ Κολ.
Σε τελική ανάλυση έχουν συμβάλει στο γεγονός ότι ο (νεο)ναζισμός σηκώνει ξανά κεφάλι στη Γερμανία (και όχι μόνο), συμμετέχει στα τοπικά κοινοβούλια και χέρι-χέρι με τα μεγάλα κόμματα του συστήματος αντιστρέφουν τους ρόλους θύτη-θύματος, δίκαιου-αδίκου και αποκαθιστούν τη μνήμη ανθρώπων που μέχρι πρότινος θεωρούνταν (και με τη βούλα δικαστηρίων εγκλημάτων πολέμου) ως εγκληματίες.
Πρόσφατο είναι το παράδειγμα της τοποθέτησης τιμητικής πλάκας στις φυλακές «Φορτ Τσίνα» στο Τόργκαου για τους 117 εγκληματίες πολέμου που πέθαναν εκεί κατά το διάστημα 1950/53. «Τιμούν» επίσημα πλέον στοιχεία καταδικασμένα για την εκτέλεση Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου και Εβραίων! Στην ίδια λογική εντάσσεται και η κατάργηση μνημείου στη Δρέσδη αφιερωμένου στους πεσόντες αντιφασίστες και η αντικατάστασή του με ένα στη μνήμη των θυμάτων του ολοκληρωτισμού. Μεταξύ των ονομάτων που αναφέρει, είναι τόσο αυτά των επίσημα καταδικασμένων ως εγκληματιών πολέμου όσο και δύο κοινών εγκληματιών, καταδικασμένων σε θάνατο για πολυάριθμες δολοφονίες, βιασμούς και ληστείες!
Σήμερα πλέον αποτελεί κοινοτοπία για πολλούς η εξίσωση του Στάλιν και του Χόνεκερ με το Χίτλερ.
Τα νέα ένοπλα αντιστασιακά-απελευθερωτικά κινήματα (Παλαιστίνη, Ιράκ κλπ.) συκοφαντούνται αποτελεσματικότερα αν ξεριζωθεί από τη μνήμη των λαών η εποποιία των παρτιζάνων της Ευρώπης. Σ’ αυτό δίνει μεγάλο βάρος ακόμα και η νέα γερμανική στρατιωτική ηγεσία. Ο στρατηγός ε.α. της Μπούντεσβερ το δήλωσε άλλωστε ξεκάθαρα στην περσινή ετήσια συνάντηση της «Ορεινής Ταξιαρχίας» (συνάντηση όπου συμμετέχουν τόσο εν ενεργεία στρατιωτικοί όσο και «βετεράνοι» φασίστες): «Δεν επιτρέπεται να υπάρχει κανενός είδους ταμπού στην επεξεργασία της ιστορίας. Αυτό αφορά ιδιαίτερα στον παρτιζάνικο αγώνα, που σε όλες τις περιόδους εμφανίζεται ωμός, χωρίς ιπποτισμό και επιφέρει περισσότερα θύματα στον άμαχο πληθυσμό, απ’ ό,τι οποιαδήποτε μάχη τακτικών στρατών»[28]!
Είναι δύσκολο ακόμα για τέτοιους θρασύδειλους να ισχυριστούν τέτοια πράγματα στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα, στο Λίντιτσε ή στο Μπάμπι Γιαρ. Κατάφεραν όμως ήδη αρκετά! Η αποκατάσταση του φασισμού στις Βαλτικές Χώρες και οι διώξεις κατά των πρώην παρτιζάνων είναι ήδη πραγματικότητα.
Και στο βαθμό που τα κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη θα προσκολλούνται, κάτω από την ισχυρή αντεπαναστατική πίεση που δέχονται, σε αντικομμουνιστικές πολιτικές «ίσων αποστάσεων», τόσο οι παραπάνω εξελίξεις θα γενικεύονται.
Αντίθετα, η πλατιά συσπείρωση εργατικών, αντιφασιστικών, φιλειρηνικών μαζικών οργανώσεων γύρω από την υπεράσπιση της ιστορικής αξίας της λαϊκής πάλης, των λαϊκών μετώπων, του λαϊκού ένοπλου αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τους πολέμους, του μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση. Η πλατιά αξιοποίηση των ιστορικών συμπερασμάτων του λαϊκού αγώνα, η υπεράσπιση της διαχρονικότητας των αξιών του, μπορεί να δώσει νέα ορμή στη δράση των λαϊκών δυνάμεων για την υπερνίκηση δυσκολιών, παλιών και νέων που παρουσιάζονται στο συσχετισμό δυνάμεων, στην πάλη τους για την απαλλαγή από τον ιμπεριαλισμό και τους πολέμους του. Δράση που θα γιγαντώνει πρώτ’ απ’ όλα σε εθνικό επίπεδο, σε κάθε χώρα.
Οι εκδηλώσεις που ήδη ξεδιπλώνονται σε όλη την υφήλιο με αφορμή τα 60χρονα της Αντιφασιστικής Νίκης και το περιεχόμενό τους, μπορούν να αποτελέσουν την αρχή.
Ο Νίκος Παπαγεωργάκης είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Εκδόσεις «Princeton University Press», που το Νοέμβρη του 2003 εκδόθηκε και στα ελληνικά με τον τίτλο «Μετά τον Πόλεμο - Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960», εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
[2] Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 20.3.2004.
[3] Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 8-9.11.2003.
[4] Το σημειώνουμε αυτό γιατί και ο ίδιος ο Στ. Κ. το υπερτόνισε σε κατοπινό του άρθρο («ΤΑ ΝΕΑ», 19-20.6.2004) για να υπερασπίσει τις απόψεις του.
[5] Στάθης Ν. Καλύβας: «Ποιοι φοβούνται την επιστημονική έρευνα της ιστορίας μας». «ΤΑ ΝΕΑ», 8-9.11.2003
[6] Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 2.04.2004.
[7] Στ. Καλύβας: «Κόκκινη τρομοκρατία: Η βία της Αριστεράς στην Κατοχή», στο Mark Mazower (με επιμέλεια), «Μετά τον Πόλεμο - Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960», εκδ. «Αλεξάνδρεια», 2003, σελ. 202 (υποσημείωση 64).
[8] Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 8-9.11.2003.
[9] «Αν υπάρχει ένα θετικό στοιχείο στην τραγωδία της Δεκεμβριανής σύρραξης, αυτό αναμφισβήτητα είναι η έκβασή της: η απομάκρυνση, δηλαδή, της προοπτικής μιας κομμουνιστικής επικράτησης με τραγικές συνέπειες για τη χώρα». «ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.12.2004.
[10] Αν διατηρούσε αυτό το κουσούρι, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για παράδειγμα, δεν θα ήταν παγκόσμιος αλλά συρραφή τοπικών πολέμων. Ακόμα και το Ανατολικό Μέτωπο θα αποκόβονταν από τις σοβαρές επιδράσεις που άσκησε σε όλη την Ευρώπη.
[11] Ο.π., σελ. 16.
[12] Detlev Peukert, Volksgenossen und Gemeinschaftsfremde. Anpassung, Ausmerze und Aufbegehren unter dem Nationalsozialismus, Κολονία 1982, σελ. 21-26, (Alltagsgeschichte – eine andere Perspektive).
[13] Βλ. π.χ. «Ο πόλεμος του μικρού (απλού) ανδρός - μια πολεμική ιστορία από τα κάτω» (Wolfram Wette (Hrsg.), Der Krieg des kleinen Mannes. Eine Militärgeschichte von unten, Μόναχο-Ζυρίχη, 1992).
[14] Fritz Fischer, Griff nach der Weltmacht. Die Kriegspolitik des kaiserlichen Deutschlands 1914/1918, Düsseldorf 1961.
[15] Βλ. «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος» στη γερμανική «ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια» Wikipedia στην ιστοσελίδα http://de.wikipedia.org/wiki, και στην επίσημη κρατική γερμανική ιστοσελίδα του «Γερμανικού Ιστορικού Μουσείου» (www.dhm.de).
[16] Πρόεδρος του ιταλικού Λαϊκού Κόμματος (πρόγονος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος).
[17] Βλ. άρθρο «Faschismus und Totalirismus – Konjunkturen einernJahrhundertdebatte» στο περιοδικό «ak-analyze+kritik» (Αμβούργο), τ. 477 (17.10.2003).
[18] Βλ. άρθρο «Faschismus und Totalirismus – Konjunkturen einernJahrhundertdebatte» στο περιοδικό «ak-analyze+kritik» (Αμβούργο), τ. 477 (17.10.2003). Τέτοια περιστατικά «διαφεύγουν της προσοχής της επίσημης ιστοριογραφίας, που ακόμα και την άνοδο του φασισμού τη φορτώνουν στους κομμουνιστές (επειδή δεν προώθησαν έγκαιρα τα αντιφασιστικά μέτωπα).
[19] Η μεταπολεμική περίοδος οξύτατης αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ιμπεριαλιστικό και το νεοδημιουργηθέν σοσιαλιστικό σύστημα σε όλα τα μέτωπα, με εξαίρεση τον απευθείας μεταξύ τους πόλεμο. Περίοδος ραγδαίας αύξησης και των πυρηνικών εξοπλισμών.
[20] Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελεί η Χάννα Αρεντ, που προσαρμοζόμενη στην πολιτική προσέγγισης της νέας δυτικογερμανικής Ostpolitik, το 1966 στο γερμανικό πρόλογο για το ίδιο βιβλίο πρόσθεσε ότι με το θάνατο του Στάλιν, ο σοβιετικός ολοκληρωτισμός που περιγράφει (με μεγαλύτερη ίσως έμφαση στην «επιδίωξη του ολοκληρωτισμού για παγκόσμια κυριαρχία»), «εξέλειψε τουλάχιστον προσωρινά». Αξίζει να σημειώσουμε ότι σήμερα λειτουργεί στη Δρέσδη «Ιδρυμα έρευνας του ολοκληρωτισμού», που φέρει το όνομά της.
[21] Στη χώρα μας οι αντίστοιχοι «πατριώτες» αναποδογύρισαν «ολοκληρωτικά» την πραγματικότητα και αναβαπτίστηκαν σε «αντιστασιακούς» για να παραμείνουν στην επιφάνεια.
[22] Βλ. δύο άρθρα του στη συλλογή “Historikerstreit: Die Dokumentation der Kontroverse um die Einzigartigkeit der nationalsozialistischen Judenvernichtung”, Μόναχο 1987, εκδ. Piper, καθώς και το βιβλίο του με το χαρακτηριστικό τίτλο «Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος 1917-1945. Εθνικοσοσιαλισμός και Μπολσεβικισμός» (E. Nolte, Der europäische Bürgerkrieg 1917 bis 1945: Nationalsozialismus und Bolschewismus, Frankfurt a.M., Ullstein, 1987).
[23] «Historikerstreit: Die Dokumentation der Kontroverse um die Einzigartigkeit der nationalsozialistischen Judenvernichtung», Μόναχο 1987, εκδ. Piper, σελ. 19.
[24] «Historikerstreit: Die Dokumentation der Kontroverse um die Einzigartigkeit der nationalsozialistischen Judenvernichtung», Μόναχο 1987, εκδ. Piper, σελ. 45.
[25] Ο Ερνστ Νόλτε το 2000 τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του με το βραβείο «Κόνραντ Αντενάουερ για την επιστήμη» του ομώνυμου ιδρύματος. Το βραβείο υποτίθεται ότι δίνεται σε προσωπικότητες που «συμβάλλουν σε ένα καλύτερο μέλλον»!
[26] Βλ. και Μάκη Μαΐλη, «Αντίσταση και Εμφύλιος (1941-1949)», στην ΚΟΜΕΠ, τ. 5/2004 ή στο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» 12,19, και 26.9.2004.
[27] Andreas Hillgruber, Zweierlei Untergang: «Die Zerschlagung des Deutschen Reiches und das Ende des europäischen Judentums», Berlin: Siedler, 1986.
[28] Βλ. άρθρο Nick Brauns, Raüber und Terroristen – Junge Welt 7.7.2004.