Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Σαν σήμερα το 1687 ο Ισαάκ Νεύτων δημοσιοποίησε το νόμο της βαρύτητας



 

Το ημερολόγιο έδειχνε 5 Ιούλη 1687, όταν είδε το φως της δημοσιότητας ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά έργα, όλων των εποχών, ένα έργο που άσκησε τεράστια επίδραση στην ανθρώπινη σκέψη. Ο τίτλος του ήταν «Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica» (Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας) και συγγραφέας του ο Ισαάκ Νεύτων, ο οποίος γεννήθηκε στις 4 Γενάρη 1643 στο χωριό Γούλσθορπ κοντά στο Γκράντχαμ του Λίνκολνσαϊρ στην Αγγλία.

Η παιδεία που έλαβε ο Νεύτων στο Γκράντχαμ βασιζόταν κυρίως στην αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία. Ωστόσο, εκείνος ασχολήθηκε και με άλλα πράγματα εκτός από το διάβασμα, όπως τις ευρεσιτεχνίες. Ανάμεσα σε άλλα είχε κατασκευάσει ηλιακά ρολόγια, τα οποία είχε τοποθετήσει σε καίρια σημεία στο σπίτι του και, επίσης, είχε καταφέρει να σηκώσει ένα χαρταετό στον οποίο είχε εφαρμόσει ένα αναμμένο φανάρι, ένα εγχείρημα που λέγεται ότι τρομοκράτησε τους ανθρώπους της περιοχής του.

Τέτοιου είδους δραστηριότητες μαρτυρούσαν ότι τον μικρό Ισαάκ διακατείχε οξεία ερευνητική διάθεση, ενώ ήταν αυτές οι δραστηριότητες που έπεισαν τη μητέρα του να τον αφήσει να προετοιμαστεί για πανεπιστημιακές σπουδές, αντί να γίνει ένας επιμελής γεωργός όπως εκείνη ονειρευόταν.

Η ανάπτυξη της Επιστήμης από τον Νεύτωνα δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά, όπως και εν γένει η ανάπτυξη των Επιστημών, ήταν παιδί της ιστορικής εποχής γκρεμίσματος της φεουδαρχίας και ανάπτυξης της αστικής τάξης ως την εγκαθίδρυση της οικονομικής και πολιτικής της εξουσίας. 

Τα πρώτα σπέρματα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εντοπίστηκαν σε μεμονωμένες πόλεις της Μεσογείου στον 14ο και 15ο αιώνα, μια εποχή κατά την οποία οι σπουδαιότεροι εμπορικοί δρόμοι του τότε γνωστού κόσμου περνούσαν από τη Μεσόγειο, ενώ παράλληλα διαμορφωνόταν και ένα στρώμα τραπεζιτών, εμπόρων και «βιομηχάνων» στις ιταλικές πόλεις.  Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που έρχονταν πλέον σε σύγκρουση με τις φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις, φανερωνόταν από έξοχες τεχνικές ανακαλύψεις και καινοτομίες που εφαρμόστηκαν την εποχή εκείνη. Από την επινόηση της ανέμης και την τελειοποίηση του αργαλειού, ως  τα πυροβόλα όπλα, την πυξίδα και την τυπογραφία, όλα προετοιμάζουν τους υλικούς όρους και τις προϋποθέσεις για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και την αστική κοινωνία.

Οι υλικοί αυτοί όροι αυξάνονται ποσοτικά, δημιουργώντας από ένα σημείο και μετά και νέα κοινωνική, οικονομική και πολιτική ποιότητα με τις μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις των τελών του 15ου και των αρχών του 16ου αιώνα.  Αυτές οι ανακαλύψεις, ωστόσο, σήμαναν και τη μετατόπιση των εμπορικών δρόμων και την εμφάνιση νέων κέντρων οικονομικής ανάπτυξης, που εντοπίζονται πλέον σε μερικές παράλιες πόλεις της Ισπανίας, στη Νότια Γερμανία, στη Βόρεια Γαλλία, στην Ολλανδία και κυρίως στην Αγγλία. Ειδικά στην Αγγλία έγιναν πιο έντονες οι διαδικασίες για τη λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου και οι διαδικασίες αυτές αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ιστορική προϋπόθεση για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής.

Ως πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου ορίζουμε τη διαδικασία που εκτυλίχθηκε σε σειρά αιώνων στη διάρκεια των οποίων οι παραγωγοί χωρίστηκαν από τα μέσα παραγωγής και έμειναν ελεύθεροι από τις φεουδαρχικές υποχρεώσεις και τους συντεχνιακούς εξαναγκασμούς.  Ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνουν πωλητές του εαυτού τους στους κεφαλαιοκράτες. Γεννήθηκαν οι σύγχρονοι προλετάριοι που δεν είχαν να πουλήσουν παρά μόνο την εργατική τους δύναμη και δεν είχαν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους.

Η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου περιγράφεται με συγκλονιστικό τρόπο από τον Καρλ Μαρξ στον Ι Τόμο του «Κεφαλαίου» και όπως υπογράμμισε «η ιστορία αυτής της απαλλοτρίωσής τους είναι γραμμένη στα χρονικά της ανθρωπότητας με γράμματα από αίμα και φωτιά».

Η διαδικασία αυτή οδήγησε και σε σοβαρές πολιτικές εξελίξεις στην Αγγλία, αλλά και στον κλονισμό της θέσης της Εκκλησίας στην κοινωνία, καθώς με την ανερχόμενη αστική τάξη η πνευματική δικτατορία της Εκκλησίας κλονίστηκε, κατ’ αρχήν βέβαια μεταξύ των ανθρώπων της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας. Η θρησκεία εξακολουθούσε να έχει σημαντική επίδραση στους ανθρώπους και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι πρώτες αστικές επαναστάσεις του 16ου και 17ου αιώνα είχαν θρησκευτικό μανδύα. Μόνο τον 18ο αιώνα, η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση ξέσκισε τα ιερά άμφια και βροντοφώναξε τα αστικά πολιτικά ιδανικά.

Την περίοδο εκείνη στις επιστημονικές αναζητήσεις των προοδευτικών αστών ιδεολόγων ανταποκρινόταν καλύτερα ο ασύνειδος υλισμός των φυσικών ερευνητών. Ταυτόχρονα υπήρχε και η υλιστική φιλοσοφία και αυτά τα δυο προέβαλλαν το ένα πλάι στο άλλο.

Την εποχή εκείνη ετέθη το ζήτημα της μεθόδου της γνώσης, πώς γνωρίζουμε δηλαδή τα πράγματα, ενώ ταυτόχρονα άλλαξε και η αντίληψη για την επιστήμη. Ενώ μέχρι τότε υποστηριζόταν η ανάπτυξη της «επιστήμης για την επιστήμη», τώρα υποστηρίζεται η ανάγκη για ανάπτυξη της επιστήμης, ώστε να μεγαλώσουμε την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση. Η νέα επιστήμη στηρίχθηκε πρώτα απ’ όλα στην πρακτική της υλικής παραγωγής με την εφεύρεση και τη χρησιμοποίηση των μηχανών να δίνει στους μεγάλους μαθηματικούς τα στηρίγματα και τα κίνητρα για να δημιουργήσουν τη σύγχρονη μηχανική.

Σπουδαιότατο στοιχείο ανάπτυξης της επιστήμης, στοιχείο που διαδραμάτισε τεράστιο ρόλο και στη  θεωρητική θεμελίωση του υλισμού στη νέα ιστορική μορφή του, ήταν το πείραμα που έκανε κατορθωτή τη θεωρητική θεμελίωση της διδασκαλίας για την αιτιότητα. Η επεξεργασία αυτής της θεωρίας ήταν εξαιρετική υπηρεσία του υλισμού του 17ου και του 18ου αιώνα. Ο Φράνσις Μπέικον (1561-1626) υπήρξε ο κύριος θεμελιωτής του υλισμού στο σύγχρονο κόσμο, αλλά μόνο ο θεμελιωτής του, γιατί ο υλισμός του έφερε τη σφραγίδα της περιόδου στην οποία σχηματίστηκε.  Ο υλισμός του Μπέικον ήταν μηχανιστικός υλισμός, γιατί την εποχή που έγραφε η μόνη αναπτυγμένη επιστήμη ήταν η επιστήμη της Μηχανικής, δηλαδή της μελέτης της κίνησης των σωμάτων στο χώρο. Αυτό το γεγονός της ανάπτυξης της Μηχανικής άφησε τα σημάδια της πάνω στη Φιλοσοφία. Ο δρόμος είχε ανοίξει, αλλά ήταν ακόμα μακρύς ως το διαλεκτικό υλισμό των Μαρξ και Ένγκελς.

Το 1661 ο Ισαάκ Νεύτων ενεγράφη στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ήταν μια εποχή που το ίδρυμα διένυε μια περίοδο ύφεσης, με αποτέλεσμα ο νεαρός φοιτητής να αποστασιοποιηθεί από τους συμφοιτητές του, που επιδίδονταν σε διάφορες ανόητες ασχολίες, ενώ από την άλλη αρκετοί διδάσκοντες στο ίδρυμα είχαν απλώς διοριστεί εκεί  και πόρρω απείχαν από τα επιστημονικά δρώμενα.

Αυτό δεν εμπόδισε τον Νεύτωνα να ασχοληθεί με τον πιο δημιουργικό τρόπο με τις επιστήμες, ανοίγοντας δρόμο μόνος του. Πειραματίστηκε σε θέματα οπτικής, ενώ ταυτόχρονα μελετούσε οπτική από τον Κέπλερ, φιλοσοφία από τον Αριστοτέλη, τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο και βέβαια μελετούσε τα μαθηματικά έργα τόσο αυτών, όσο και άλλων επιστημόνων.

Ο Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος 1596-1650) ήταν ο πρώτος που κατάφερε να συλλάβει το χώρο ως σύνολο. Έτσι, ενώ η πρώτη επαφή του Νεύτωνα με τη Γεωμετρία ήταν τα Στοιχεία του Ευκλείδη, ήταν ο Ντεκάρτ που του εμφύσησε τη μαθηματική αυστηρότητα και του δίδαξε τις κλασικές διαδικασίες της μαθηματικής απόδειξης. Επίσης, ο Ντεκάρτ δίδαξε στον Νεύτωνα ότι η Άλγεβρα, σε αντίθεση με ό,τι υποστηριζόταν ως τότε, μπορεί να στηρίξει τη Γεωμετρία.

Τις χρονιές 1665 και 1666, την Ευρώπη έπληττε η πανούκλα, το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ έκλεισε αναγκαστικά για προληπτικούς λόγους και ο Νεύτων επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου οι προηγούμενες μελέτες του άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Ήταν η περίοδος που είχε τουλάχιστον εμπνευστεί σημαντικότατες ανακαλύψεις για τα Μαθηματικά οι οποίες έδωσαν τεράστια ώθηση στην επιστήμη, φέρνοντάς τη σε υψηλότερο σημείο από το επίπεδο της ελληνικής γεωμετρίας. Το 1669 διορίζεται στη Λουκασιανή Έδρα των Μαθηματικών στο Τρίνιτι, παίρνοντας τη θέση του καθηγητή του, Ισαάκ Μπάροου (Isaac Barrow).  Το 1672 ο Νεύτων εντάχθηκε στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου. Είχε έτσι την ευκαιρία να έρθει σε επαφή, προσωπικά ή αλληλογραφώντας, και με άλλους επιστήμονες.

Όταν το καλοκαίρι του 1684 εκλήθη σε συζήτηση σχετικά με θέματα κινηματικής Φυσικής, ο Νεύτων αποφάσισε να διακόψει κάθε άλλη ασχολία και να ασχοληθεί σοβαρά με τη Μηχανική. Το αποτέλεσμα ήταν μετά από τρία χρόνια, το 1687 να ολοκληρώσει ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά έργα της ανθρώπινης σκέψης, τις «Μαθηματικές Αρχές της Φιλοσοφίας της Φυσικής», έργο στο οποίο εξάγει το γνωστό νόμο της παγκόσμιας έλξης, θεμελιώνοντας έτσι τη Μηχανική.

Για να γίνει αντιληπτό τι σήμαινε η επιστημονική δουλειά του Νεύτωνα, πρέπει να αναφέρουμε ότι η κοσμολογική άποψη για τη βαρύτητα, που εισήγαγε, κυριάρχησε στην επιστημονική κοινότητα για πάνω από δύο αιώνες, ως το 1915 που την αναθεώρησε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν με τη γενική θεωρία της σχετικότητας, στην οποία, όταν έβαλε την τελεία του επιλόγου, ύψωσε τα μάτια και είπε το φοβερό «Ισαάκ Νεύτωνα, συγχώρεσε με».

Οι επιστημονικές εισηγήσεις του Νεύτωνα οδήγησαν αρχικά, λόγω των συγκεκριμένων αντικειμενικών ορίων ανάπτυξης της Επιστήμης, στη μηχανιστική ερμηνεία της Φύσης και από εκεί ακολούθησε η μηχανιστική ερμηνεία των φαινομένων της κοινωνικής ζωής. Ο μεγάλος υλιστής  μετά τον Μπέικον ήταν ο Τόμας Χομπς (1588-1679), ο οποίος και συστηματοποίησε τον υλισμό του Μπέικον. Βέβαια, όπως έγραψε ο Μαρξ, ακόμα τότε, «η υλικότητα χάνει τα άνθη της και μετατρέπεται στην αφηρημένη υλικότητα του γεωμέτρη. Η φυσική κίνηση θυσιάζεται στη μηχανική ή τη μαθηματική κίνηση. Η γεωμετρία ανακηρύσσεται κύρια επιστήμη».

Στην αρχική του ανάπτυξη, ο μηχανιστικός υλισμός, αναπόφευκτα, «συνδέθηκε» με τον εμπειρισμό, σύμφωνα με τον οποίο η εμπειρία εξαντλεί όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη γνώση, ενώ κλασική μορφή του στη Αγγλία ήταν ο Τζον Λοκ (1632-1704). Ο ίδιος απέδειξε με επιχειρήματα ότι πηγή της θεωρητικής γνώσης είναι τα αισθήματα, η εξωτερική εμπειρία, ενώ θεωρούσε ότι η συνείδηση του ανθρώπου κατά τη γέννησή του είναι άγραφος πίνακας που πάνω του η συσσωρευόμενη εμπειρία αποτυπώνει τις παραστάσεις της.

Από τη σκοπιά αυτή προώθησε παραπέρα το σύγχρονο υλισμό. Από την άλλη, θεωρώντας ότι κάποιες ιδιότητες της ύλης δεν υπάρχουν αντικειμενικά, αλλά έχουν καθαρά υποκειμενικό χαρακτήρα, πατούσε στον ιδεαλισμό. Δεν είχαν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες για να οδηγηθεί η υλιστική φιλοσοφία σε τέτοια βάθη που να αποκαλύψει τις αιτίες της «αυτο»κίνησης.

Στη μηχανιστική αντίληψη της υλιστικής φιλοσοφίας η κινητήρια δύναμη της κίνησης, η αιτία της κίνησης, παρέμενε έξω από την ύλη, ήταν κάποιο ανώτερο ον, ο θεός κλπ. Στην πλήρη ανάπτυξη της υλιστικής φιλοσοφίας αποκαλύφθηκε ότι η αιτία αυτή ήταν μέσα στην ύλη. Αυτή η εμβάθυνση είναι το κλειδί για την κατανόηση της κίνησης όλης της πραγματικότητας. Μόνο αυτή μπορεί να δώσει το κλειδί για τα «άλματα», για τη «διακοπή της βαθμιαίας εξέλιξης», για τη μετατροπή ενός στο αντίθετό του, για την καταστροφή του παλιού και τη γέννηση του καινούργιου.

Μετά την έκδοση των «Μαθηματικών Αρχών της Φιλοσοφίας της Φυσικής»  και μέχρι το 1696 που έφυγε από το Κέμπριτζ, ο Νεύτων επέστρεψε ξανά στις δευτερεύουσες ασχολίες του και άρχισε να χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του για τη Λουκασιανή Έδρα. Το 1689 εξελέγη μέλος του κοινοβουλίου, ενώ  το φθινόπωρο του 1693 υπέστη νευρική κατάπτωση. Όταν ένας από τους παλιούς προσκείμενους μαθητές του μπόρεσε να του εξασφαλίσει τη θέση του διευθυντή του Εθνικού Νομισματοκοπείου παραιτήθηκε από το Πανεπιστήμιο το 1701 και μετακόμισε στο Λονδίνο όπου ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα.

Η επιστημονική του δραστηριότητα μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό, συνέχισε να ασχολείται με μαθηματικά προβλήματα, ενώ κύρια απασχόλησή του ήταν οι δημοσιεύσεις των εργασιών του.

Το Φλεβάρη του 1699 η Ακαδημία των Επιστημών του Παρισιού ονόμασε τον Νεύτωνα αντεπιστέλλον μέλος, ενώ το Νοέμβρη του 1703 εκλέχθηκε πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Στη θέση αυτή στάθηκε σκληρός και άτεγκτος.

Στις 16 Απρίλη 1705 σε τελετή που έγινε στο Κολέγιο του Τρίνιτι, η βασίλισσα Άννα έχρισε τον Νεύτωνα ιππότη ως αναγνώριση των πολιτικών υπηρεσιών του προς την Αγγλία. Είκοσι δύο χρόνια μετά, στις 20 Μάρτη του 1727, πέθανε άρρωστος από πάθηση των πνευμόνων σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών.

 

“902.gr”