Οι πιέσεις για διερεύνηση των καταγγελιών σχετικά με τη χρήση χημικών όπλων συνοδεύονται με κλιμάκωση των συγκρούσεων στα ανατολικά προάστια της Δαμασκού
Ως νέο πρόσχημα για ένταση των προσπαθειών κλιμάκωσης της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη Συρία, με στόχο την εξαπόλυση και άμεσης, στρατιωτικής επίθεσης, λειτουργούν οι καταγγελίες της συριακής αντιπολίτευσης για το θάνατο εκατοντάδων αμάχων σε ανατολικά προάστια της Δαμασκού, την περασμένη Τετάρτη, από «χημικά όπλα του συριακού στρατού»...
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι καταγγελίες των συριακών αντικαθεστωτικών δυνάμεων υιοθετήθηκαν σχεδόν από όλες τις δυτικές και αραβικές ιμπεριαλιστικές χώρες που τις στηρίζουν (Βρετανία, Γαλλία, Σαουδική Αραβία, Τουρκία κ.ά.), οι οποίες, αγνόησαν επιδεικτικά τις κατηγορηματικές διαψεύσεις του εκπροσώπου του συριακού υπουργείου Εξωτερικών που από την πρώτη στιγμή είχε σπεύσει να επισημάνει πως «η Συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα στην Συρία και τη Διεθνή Επιτροπή για τη διερεύνηση της χρήσης χημικών όπλων μαζικής καταστροφής σε ορισμένες περιοχές της Συρίας δεν ευχαρίστησε τους τρομοκράτες και τις χώρες που τους στηρίζουν γι' αυτό και εμφανίστηκαν με νέους, ψευδείς ισχυρισμούς για τη χρήση τοξικών αερίων από το στρατό στα περίχωρα της Δαμασκού...». Ο ίδιος αξιωματούχος, σύμφωνα με ανταπόκριση του συριακού πρακτορείου ειδήσεων SANA, είχε έτσι διαψεύσει τις κατηγορίες σε βάρος της Δαμασκού, διαβεβαιώνοντας ότι «ο συριακός στρατός ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσει όπλα μαζικής καταστροφής κατά του συριακού λαού και στην περίπτωση που υπήρχαν τέτοια όπλα».
Πρώτες στις πιέσεις Γαλλία, Βρετανία Σουηδία
Ωστόσο, πολλοί αξιωματούχοι από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (κυρίως της ΕΕ) που επιδιώκουν, εδώ και καιρό, όξυνση της συριακής κρίσης κώφευσαν επιδεικτικά, με τη Γαλλία να κρατά πρώτη τη σκυτάλη των πιέσεων για «δυναμική αντίδραση στη Συρία από την πλευρά της διεθνούς κοινότητας, με ή άνευ απόφασης του ΟΗΕ», αποκλείοντας μόνο την περίπτωση της αποστολής χερσαίων δυνάμεων. Εξυπακούεται πως ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Λοράν Φαμπιούς, είχε ζητήσει «διερεύνηση» της νέας χρήσης χημικών όπλων στη Συρία δίχως, βεβαίως, να μπορεί να διευκρινίσει πώς θα μπορούσε να εξακριβωθεί αντικειμενικά η ταυτότητα του δράστη ή να αποκλειστεί η περίπτωση προβοκάτσιας, την οποία διέκρινε ως πιθανότερη η Ρωσία (σύμφωνα με ανακοινώσεις του εκπροσώπου του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών την περασμένη Πέμπτη).
Εξίσου «βέβαιος» για την «ενοχή» της συριακής κυβέρνησης, αναφορικά με τη χρήση χημικών όπλων, εμφανίστηκε την Παρασκευή ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Γουίλιαμ Χέιγκ. Ο Χέιγκ δήλωσε κατηγορηματικά σε τηλεοπτική του συνέντευξη πως οι βομβαρδισμοί από την πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων στη Δαμασκό αποτελούσαν «μία μεγάλης κλίμακας επίθεση με χημικά όπλα από την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ Ασαντ», αφήνοντας, ωστόσο, το περιθώριο επαλήθευσης του ισχυρισμού του και από την 20μελή ομάδα ειδικών του ΟΗΕ για χημικά όπλα που βρίσκεται από την περασμένη Κυριακή στη Δαμασκό για να διερευνήσει προηγούμενες καταγγελίες χρήσης χημικών όπλων σε βάρος αμάχων...
Από το παιχνίδι δημιουργίας εντυπώσεων σε βάρος της συριακής κυβέρνησης δεν έλειψε ο γνωστός για το βρώμικο ρόλο του, σε επίπεδο «διπλωματίας», σε διάφορες εστίες κρίσης και συρράξεις στα Βαλκάνια, Σουηδός υπουργός Εξωτερικών, Καρλ Μπιλντ. Ο Μπιλντ χρειάστηκε μόλις δύο μέρες μετά τις καταγγελίες της συριακής αντικαθεστωτικής πλευράς για να βγάλει μόνος του «ετυμηγορία» από τη Στοκχόλμη, γράφοντας στην προσωπική του ιστοσελίδα στο διαδίκτυο πως είναι «σχεδόν βέβαιος για τη χρήση χημικών όπλων από τις δυνάμεις του συριακού καθεστώτος».
Επιπλέον, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, έσπευσε να επικρίνει την «απραξία» του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που συνεδρίασε αργά το βράδυ της Τετάρτης, λίγες μόλις ώρες μετά τις καταγγελίες των Σύρων αντικαθεστωτικών για τη χρήση χημικών όπλων, προσθέτοντας πως στη Δαμασκό «έχει γίνει υπέρβαση όλων των κόκκινων γραμμών»...
Οι «δισταγμοί» των ΗΠΑ
Πιο «διστακτική» από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εμφανίζεται, για μία σειρά από λόγους, στην προκειμένη περίπτωση, η Ουάσιγκτον.
Την Παρασκευή ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπ. Ομπάμα, μιλώντας σε εκπομπή του CNN, χαρακτήρισε την «πιθανότητα» επίθεσης με χημικά όπλα στη Συρία «σημαντικό γεγονός μεγάλης ανησυχίας», προσθέτοντας ότι οι εξελίξεις απαιτούν «την προσοχή της Αμερικής», αφού αρχίζουν «να θίγουν ορισμένα από τα βασικά εθνικά συμφέροντα». Ωστόσο, δεν έσπευσε να υιοθετήσει τα συμπεράσματα και τη «σιγουριά» Γάλλων και Βρετανών αξιωματούχων. Οι δισταγμοί της Ουάσιγκτον για συμμετοχή σε μία άμεση όξυνση της επέμβασης στη Συρία είχαν καταγραφεί λίγο πριν τις καταγγελίες της συριακής αντικαθεστωτικής πλευράς για τη χρήση χημικών όπλων κατά αμάχων από το συριακό στρατό, σε εκτενή ανταπόκριση του πρακτορείου «Ασοσιέιτεντ Πρες» από την Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με το πρακτορείο, σε επιστολή που απέστειλε στις 19/8/13 ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του αμερικανικού στρατού, στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσεϊ, σε Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή, υποστήριζε ότι «η κυβέρνηση Ομπάμα αντιτίθεται σε μία έστω και περιορισμένη στρατιωτική επέμβαση στη Συρία επειδή, εάν ανέβαιναν μετά στην εξουσία οι αντικαθεστωτικές δυνάμεις, δεν θα υποστήριζαν τα αμερικανικά συμφέροντα...». Στην ίδια επιστολή ο στρατηγός Ντέμπσεϊ θεωρεί «εφικτό» ένα συντριπτικό πλήγμα της συριακής πολεμικής αεροπορίας από τα αμερικανικά αεροπλάνα, το οποίο, όπως ισχυρίζεται, αφενός θα άλλαζε τα δεδομένα προς όφελος των αντικαθεστωτικών, απ' την άλλη όμως θα «βύθιζε» τις ΗΠΑ σε «έναν ακόμη πόλεμο με τους Αραβες...» χωρίς εμφανή στρατηγική εξόδου. Τέλος, ο στρατηγός Ντέμπσεϊ υποστηρίζει ότι ακόμη και στην περίπτωση πτώσης της κυβέρνησης του Προέδρου Ασαντ, η «τραγική και σύνθετη» κατάσταση στη Συρία θα συνεχιζόταν.
Βεβαίως, οι δισταγμοί αυτοί των ΗΠΑ, όπως και το δήθεν «ενδιαφέρον» των Αμερικανών, Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών ή των Αράβων συμμάχων τους για το συνεχιζόμενο δράμα του συριακού λαού (στο οποίο άλλωστε συμβάλλουν καθημερινά) είναι προσχηματικοί και υποκριτικοί, αφού, όπως έχουν αποδείξει και στο πρόσφατο παρελθόν με τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε πρώην Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, Ιράκ και Λιβύη, στόχος τους είναι η εξασφάλιση καλύτερης θέσης και πρόσβασης στην αρπαγή του πλούτου των λαών, με τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και οδών μεταφοράς τους.