Ριγμένους θεωρεί τους βιομήχανους ο ΣΕΒ και ζητάει τη λήψη μέτρων που θα ευνοήσουν περισσότερο το βιομηχανικό κεφάλαιο
Την ακόμα μεγαλύτερη στήριξη των βιομηχάνων, στο όνομα της ανάπτυξης της οικονομίας, ζητά με χτεσινή του παρέμβαση ο ΣΕΒ, εκφράζοντας, για μια ακόμα φορά, δημόσια την αντιπαράθεση που φαίνεται να υπάρχει ανάμεσα σε διάφορα τμήματα της οικονομικής ολιγαρχίας. Αντιπαράθεση που πηγάζει από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και εδράζεται στο αποκαλούμενο «μείγμα» της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, που συνοδεύεται από τα μέτρα οικονομικής ενίσχυσης ομάδων της πλουτοκρατίας.
Ο ΣΕΒ, που από τις αρχές του χρόνου κινείται ανοιχτά στη γραμμή «τα νούμερα δεν βγαίνουν», στην ουσία ζητά τη λήψη πρόσθετων μέτρων και μια πολιτική που «θα προσελκύει ξένες επενδύσεις», και θα «αποτελεί κίνητρο για τους εγχώριους επενδυτές». Δηλαδή, ζητά πρόσθετες οικονομικές ενισχύσεις και κίνητρα που μαζί με τις αντιδραστικές - αντεργατικές αναδιαρθρώσεις θα επαναφέρουν την κερδοφορία στη βιομηχανία.
Ο ΣΕΒ ασκεί κριτική στην κυβέρνηση σε δύο επίπεδα. Αφ' ενός χαρακτηρίζει επικοινωνιακή την επιχειρούμενη από την κυβέρνηση επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος, το οποίο χαρακτηρίζει ως λογιστικό. Αφ' ετέρου, ζητά αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, λέγοντας ότι «δίνοντας τη λογιστική μάχη του ελλείμματος, λησμονήσαμε στην πράξη το στόχο της ανάπτυξης».
Εκείνο που υποστηρίζεται χωρίς περιστροφές είναι ότι «ο τόπος μπορεί να ξαναμπεί σε αναπτυξιακή τροχιά», μόνο αν στηριχτεί στην πραγματική οικονομία, στην πραγματική παραγωγική βάση της χώρας, αιχμή της οποίας - κατά τον ΣΕΒ - είναι «η εν πολλοίς υποτιμημένη και συκοφαντημένη ελληνική βιομηχανία».
Η όξυνση της αντιπαράθεσης με άλλες μερίδες του κεφαλαίου επιβεβαιώνεται από την κριτική που ασκεί ο ΣΕΒ για «το πληθωρικό εγκώμιο κλάδων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία που πλέκεται συστηματικά από επίσημα χείλη», τους οποίους αντιμετωπίζουν σαν «εθνικούς πρωταθλητές», παραπέμποντας προφανώς στα τόσα προνόμια και ευνοϊκά μέτρα που ισχύουν για τους εφοπλιστές και παρακάμπτοντας σαφώς τα ειδικά κίνητρα που έχουν θεσπιστεί για τους βιομήχανους. Παράλληλα, κατηγορεί όσους «παθητικά» έχουν αποδεχτεί «τη δήθεν αποβιομηχάνιση της χώρας», άποψη την οποία και αμφισβητεί.
Για να στηρίξει τη θέση αυτή, επικαλείται μία σειρά στοιχεία (προστιθέμενη αξία της βιομηχανίας στο σύνολο της οικονομίας (15,5% του συνόλου), απασχόληση (16,6% του συνόλου οι 739.000 εργαζόμενοι) ύψος αποδοχών εργαζομένων (17,1% στο σύνολο της οικονομίας, «ικανοποιητικά» επίπεδα μισθών που προσφέρουν οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις σε σχέση με τις μικρές, συμμετοχή κατά 35% των φορολογητέων κερδών των κερδοφόρων βιομηχανικών επιχειρήσεων και 22% στα έσοδα του ΙΚΑ, εξαγωγικές επιδόσεις βιομηχανικών επιχειρήσεων). Στην προκειμένη περίπτωση διαπράττουν μια συνηθισμένη αστική λαθροχειρία. Εμφανίζουν τα αποτελέσματα της εργασίας των άμεσων παραγωγών (των εργατών) σαν δικά τους αποτελέσματα, από τη στιγμή μάλιστα που θεωρούν τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις τους σαν «δικά τους περιουσιακά στοιχεία».
Πάνω στη λαθροχειρία αυτή, ο ΣΕΒ ανακράζει ότι «η βιομηχανία είναι ο πραγματικός πρωταθλητής της εθνικής μας οικονομίας», ενώ παράλληλα εκφράζει και το παράπονο του «ριγμένου» στο διαμοιρασμό της καπιταλιστικής λείας, υποστηρίζοντας ότι «αντιμετωπίζει σε μόνιμη βάση μια μεροληπτική διαιτησία». Με στόχο να ενισχύσουν τον «πατριωτισμό» του βιομηχανικού κεφαλαίου, τού αποδίδουν ιδιότητες που δεν έχει, καθώς επισημαίνουν: «Μοχθούμε, επενδύουμε, παράγουμε και προσφέρουμε στην οικονομία και στην κοινωνία μας, ακόμα και μέσα στα πέτρινα χρόνια της κρίσης, κάτω από συνθήκες αντίξοες - για να μην πούμε εχθρικές».
Εδώ κυριολεκτικά ο ΣΕΒ βιάζει τη λογική. Η πραγματικότητα είναι ότι το βιομηχανικό κεφάλαιο - και κάθε άλλο κεφάλαιο - ζει παρασιτικά από την απλήρωτη εργασία των άμεσων παραγωγών, των εργαζομένων. Οι άμεσοι παραγωγοί είναι οι δημιουργοί του κοινωνικού προϊόντος. Οι αστοί απλώς ιδιοποιούνται αυτόν τον παραγόμενο κοινωνικό πλούτο, αρπάζοντας τα αποτελέσματα της εργασίας των άμεσων παραγωγών, καταδικάζοντας τους τελευταίους να ζουν μέσα σε συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης.