Το βάθεμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης (τα όποια μικρά σημάδια ανάκαμψης σε κάποιες χώρες όπως π.χ. ΗΠΑ, Γερμανία, Ολλανδία δεν αναιρούν τον κανόνα) φέρνει δυναμικά στο προσκήνιο τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, που πάντα βεβαίως υπήρχαν αλλά σε περιόδους όξυνσης της κρίσης αποκτούν πιο έντονο χαρακτήρα. Ιδιαίτερη έκφραση αυτών των ανταγωνισμών είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, που εντάθηκε στις 31 Οκτώβρη με την έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών που επικρίνει την πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης... γιατί μη ενισχύοντας την εσωτερική ζήτηση δημιουργεί προβλήματα στην Ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομία. Θυμίζουμε ότι η εν λόγω έκθεση, που παραδοσιακά επικρίνει την Κίνα, έστρεψε τα βέλη της και στη Γερμανία σε μια περίοδο όπου βγήκαν στο φως οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις των τηλεπικοινωνιών της Α. Μέρκελ. Φυσικά αυτή η υπόθεση ήταν και μόνο η αφορμή. Η αιτία είναι η σύγκρουση μονοπωλιακών ομίλων και αστικών τάξεων για το ποιος θα έχει λιγότερες απώλειες από την καταστροφή κεφαλαίου, που συνεπάγεται η καπιταλιστική κρίση.
Το αμερικάνικο κεφάλαιο θεωρεί ότι η «ατμομηχανή» της ΕΕ, Γερμανία, γίνεται «τροχοπέδη» για τις ισορροπίες στη λυκοσυμμαχία, και τα πλεονάσματα που αυτή έχει δημιουργούν τεράστια ελλείμματα σε χώρες υποδεέστερες. Αυτό που ονομάζουν Νότο. Λένε, αν περιοριστούν οι εξαγωγές της Γερμανίας (κύρια πηγή των πλεονασμάτων της) τότε θα μειωθούν οι εισαγωγές των πιο αδύνατων χωρών, θα αυξηθούν οι εξαγωγές τους και θα καλυτερεύσουν τα πράγματα. Οι ΗΠΑ κάνουν ακριβώς την ίδια υπόμνηση στην Κίνα, που με τις εξαγωγές της δημιουργεί μεγάλα πλεονάσματα.
Το διαφορετικό μείγμα που πρεσβεύει η κυβέρνηση Ομπάμα -εκφραστής των συλλογικών συμφερόντων των Αμερικανών καπιταλιστών-, η στήριξη που παρέχει στη λεγομένη «Συμμαχία του Νότου» έναντι της Γερμανίας, εμφανίζεται και στη χώρα μας, από αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, ως «σανίδα σωτηρίας» για το λαό μας και τους λαούς της ΕΕ. Κονδυλοφόροι στον αστικό Τύπο σπεύδουν να πείσουν ότι η «χαλάρωση της λιτότητας», η «ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης στη Γερμανία» θα ωφελήσουν τους εργαζόμενους, θα αυξήσουν τους μισθούς. Ακόμα και αν δοθούν κάποια ψίχουλα στους εργαζόμενους, αυτό που πρέπει να μείνει είναι ότι δε θα αλλάξει ριζικά η κατάσταση. Πολύ περισσότερο που μια πιθανή νέα καπιταλιστική ανάπτυξη θα φέρει νέο κύκλο κρίσης.
Επειδή δε τα αδιέξοδα διαχείρισης της κρίσης δεν μπορούν να κρυφτούν κάτω από το χαλί, η φαγωμάρα στη λυκοσυμμαχία της ΕΕ γίνεται πιο έντονη. Δεν είναι τυχαία η παρέμβαση του επικεφαλής του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου IFO, Χανς Βέρνερ Σιν, που ασκεί κριτική στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την απόφαση μείωσης του βασικού επιτοκίου στην Ευρωζώνη στο 0,25% για να χορηγήσει στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου δάνεια, που δε θα έπαιρναν ποτέ στις κεφαλαιαγορές. Ο εν λόγω οικονομολόγος μάλιστα προτείνει μερική διαγραφή χρέους στην Ευρωζώνη, με ευρωπαϊκή συνδιάσκεψη, προσωρινή έξοδο της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και ίσως και της Ισπανίας από την Ευρωζώνη, με δικαίωμα επανένταξης, ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά τους, προφανώς έναντι της Γερμανίας. Και παράγοντες του ΔΝΤ εξετάζουν τέτοιες «λύσεις» και ζητούν η Γερμανία να γίνει πιο «διαλλακτική». Είναι και αυτό άλλη μια απόδειξη ότι όταν ο ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας προβάλλει δήθεν ρεαλιστικότερες «λύσεις», «επαναδιαπραγματεύσεις» και άλλα τέτοια, αυτές είναι «λύσεις» που προβάλλουν μερίδες του κεφαλαίου, προκειμένου να εξασφαλίσουν την κερδοφορία τους, με δεδομένα την εκμετάλλευση των εργαζομένων και την εξουσία των μονοπωλίων. Και αυτό ισχύει και στις ΗΠΑ και στις αναπτυγμένες και τις λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες της ΕΕ.
Οποιο μείγμα διαχείρισης της άναρχης καπιταλιστικής οικονομίας εφαρμοστεί είτε με συνταγή Ομπάμα και... «Συμμαχίας του Νότου» είτε με γερμανική συνταγή σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, οι εργαζόμενοι, οι παραγωγοί όλου του κοινωνικού πλούτου δεν πρόκειται να μπορέσουν να ικανοποιήσουν τις σύγχρονες ανάγκες τους. Είναι γνωστή η κατάσταση των 50 και πλέον εκατομμυρίων ανασφάλιστων στις ΗΠΑ, των 7 εκατομμυρίων μισο-εργαζόμενων εξαθλιωμένων των «μίνι - τζομπς» με 400 ευρώ το μήνα της Γερμανίας και πάει λέγοντας. Επομένως αν κάτι προσφέρει η μελέτη της οξυνόμενης ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης είτε μεταξύ ΗΠΑ - Γερμανίας, είτε μεταξύ άλλων κέντρων, είναι η συνειδητοποίηση ότι η εργατική τάξη και τα άλλα εκμεταλλευόμενα λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να εγκλωβίζονται σε αλλότρια γι' αυτούς συμφέροντα. Παραπέρα, μέσα από τον καπιταλισμό που σάπισε, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού και της κυριαρχίας των μονοπωλίων, ανοίγει ο δρόμος, με τη δική τους οργάνωση, τη δική τους λαϊκή συμμαχία να πάρουν την εξουσία, δηλαδή τα «κλειδιά» της οικονομίας, κάνοντας κοινωνική ιδιοκτησία τα μέσα παραγωγής, θέτοντας με επιστημονικά οργανωμένο Κεντρικό Σχεδιασμό τις προτεραιότητες για να ικανοποιηθούν οι διευρυμένες σύγχρονες ανάγκες με βάση τις τεράστιες δυνατότητες της εποχής.