Αυτό που χαρίζει στην ταινία του Μακ Κουίν σχετική απογείωση, συγκριτικά με συγγενούς θέματος φιλμ, συνίσταται σε δύο άξονες. Στην κάπως ασυνήθιστη παραδοχή της απαγωγής ανθρώπων προς πώληση και στην τεχνική της αρτιότητα. Η ταινία βασίζεται στο γεγονός της δωδεκάχρονης οδύσσειας του μαύρου οικογενειάρχη Σόλομον Νόρθαπ, που γεννήθηκε και ζούσε ελεύθερος στη Ν. Υόρκη. Σε ηλικία όμως 33 ετών, το 1841 - 20 χρόνια πριν την έναρξη του αμερικανικού εμφυλίου με κύρια, υποτίθεται, αιτία την κατάργηση της δουλείας - έμποροι ανθρώπινων όντων τον πότισαν ναρκωτικά και τον απήγαγαν από την Ουάσιγκτον για να τον μεταφέρουν με ποταμόπλοιο στα σκλαβοπάζαρα του Νότου. Η ιστορία βγαίνει από τις σελίδες βιβλίου που το 1853 εξέδωσε ένας νομικός ο οποίος είχε καταγράψει λεπτομερειακά την αφήγηση του Σόλομον...
Ταινίες που αναφέρονται στη δουλεία δύσκολα περνούν απαρατήρητες. Αυτό καθαυτό το αντικείμενο είναι ωμά δυνατό και αποδεικνύεται ικανό να ταρακουνά τους σύγχρονους θεατές, να τους κάνει να αναφωνούν στη θέα των μαστιγωμένων πλατών των σκλάβων που προσπαθούν ανεπιτυχώς να το σκάσουν αλλά καταλήγουν να σαπίζουν κρεμασμένοι προς παραδειγματισμό των υπολοίπων. Η 3η μεγάλου μήκους ταινία του Βρετανού Μακ Κουίν («HUNGER», 2008, και «SHAME», 2011), καίτοι προσανατολισμένη στο κυρίαρχο αισθητικό ρεύμα, φέρνει μια ειδοποιό διαφορά που κάνει το πλατύ κοινό να μη συναντά δυσκολίες στην ταύτισή τους με τον Σόλομον που, σε αντιδιαστολή με άλλους κινηματογραφικούς σκλάβους, δεν είναι ούτε αναλφάβητος, ούτε τρομοκρατημένος εργάτης που ουδέποτε γνώρισε άλλη ζωή... Σύμφωνα με την ιστορική πληροφορία ότι πολλές βόρειες πολιτείες είχαν καταργήσει τη δουλεία, που όμως δυνάμωνε συνεχώς στους κύκλους των ιδιοκτητών βαμβακοφυτειών του Νότου.
Ο Σόλομον δεν είναι απλά μορφωμένος και με ευγλωττία. Το στοιχείο που τον καθορίζει είναι ότι έχει ήδη γευτεί μια κάποια τυπική ελευθερία, κάποια τυπικά δικαιώματα... κι έχει μάθει όταν κατηγορείται άδικα να αντιδρά κι όταν κάποιος του επιτίθεται, να αμύνεται. Τον Σόλομον υποδύεται ικανοποιητικά ο Τσιούιτελ Ιτζίοφορ, αλλά αυτός που ξεχωρίζει είναι ο πάντα καλός και, πιστός στον σκηνοθέτη, Μάικλ Φασμπέντερ, που εδώ επεκτείνει την υποκριτική του γκάμα, υποδυόμενος έναν - χειρίστου είδους καπιταλιστή - ιδιοκτήτη σκλάβων που στα χέρια του πέφτει ο Σόλομον. Ο Εντουιν δεν είναι απλά κτηνώδης και αντιμετωπίζει τους μαύρους σαν πιθηκοειδή, αλλά υποφέρει και από σοβαρές συναισθηματικές αγωνίες καταπιεζόμενος από την απεχθή του σύζυγο, που μισεί θανάσιμα τη νεαρή σκλάβα Πάτσι, αδυναμία του Εντουιν που ο ίδιος υποχρεούται να καταπιέσει, πιέζοντας άγρια προς την κατεύθυνση αυτή, με όσες μεθόδους διαθέτει... Η αφήγηση ρέει από το σίγουρο χέρι του σκηνοθέτη και την άριστη φωτογραφία ενώ διαχέεται η αίσθηση ότι ο θεατής βρίσκεται όσο πιο κοντά στη δράση γίνεται και παρακολουθεί. Δε θέλει πολύ για να ενθουσιαστούμε βλέποντας τον Σόλομον να επιτίθεται στον, αρρωστημένα κτηνώδη, επιστάτη όσο κι αν αυτή η αντίδραση τον φέρνει κρεμασμένο για μέρες στο γερό κλαδί του δέντρου, περιτριγυρισμένο από την τρομοκρατημένη αδιαφορία του συνόλου των σκλάβων. Ο Σόλομον συνετίζεται, θλιβερό αυτό, ο τρόπος που ο σκλάβος από καθαρό ένστικτο επιβίωσης σκύβει το κεφάλι και παίζει αναγκαστικά το ρόλο που του επιβάλλουν οι ιδιοκτήτες του. Γιατί είναι «res», «πράγμα» χωρίς ανθρώπινη υπόσταση, ιδιοκτησία κάποιου που τον αγόρασε για να δουλεύει από τα χαράματα ως τη μαύρη νύχτα χωρίς λεφτά, χωρίς δικαιώματα... Θέλει κάποιος να τον μαστιγώσει; Εχει όλο το δικαίωμα. Θέλει κάποιος να τον σκοτώσει; Δεν προβάλλεται η παραμικρή αντίρρηση. Δεν είχαν ακόμα ανακαλύψει τις διαρθρωτικές λύσεις των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, εκεί που οι σκλάβοι εργαζόμενοι κόστιζαν στους Γερμανούς - κι όχι μόνο - καπιταλιστές ασύγκριτα λιγότερο... Δεν χρειάζονται σύνθετες μεταφορικές ερμηνείες για να συλλάβουμε και την επίκαιρη διάσταση του θέματος, τώρα που τα μεγάλα αφεντικά που μας προορίζουν για τους νέους σκλάβους του 21ου αιώνα... χρησιμοποιώντας καρότο και μαστίγιο, για το καλό μας...
Παίζουν: Τσιούιτελ Ιτζίοφορ, Μάικλ Φασμπέντερ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Μπραντ Πιτ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013)