Στο τεύχος της ΚΟΜΕΠ που κυκλοφορεί δημοσιεύεται η Απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ για τη νεολαία. Ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει το άρθρο της Σύνταξης
Οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις του τελευταίου τριμήνου υπογραμμίζουν τη δυσκολία της αστικής πολιτικής, αφενός σχετικά με τη διαχείριση της βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και αφετέρου με τις επιλογές κατάλληλων συμμαχιών σε συνθήκες όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η συγκεκριμένη δυσκολία δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία, όπως μαρτυρούν οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή από την Ιταλία μέχρι την Τουρκία, όπου οι ενδοαστικές αντιθέσεις στη δεύτερη (για το μελλοντικό γεωπολιτικό της ρόλο, τις σχέσεις της με το Ιράν και το Ισραήλ, τον τρόπο επίλυσης του Κουρδικού κ.λπ.) αντανακλώνται πλέον έντονα στο εσωτερικό του ισλαμικού κόμματος και δεν περιορίζονται μόνο στην πολιτική διαπάλη της κυβέρνησης Ερντογάν με τους κεμαλιστές και τμήματα της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας. Φυσικά, η σκανδαλολογία (π.χ., η υπόθεση της τουρκικής τράπεζας Halkbank στις συναλλαγές με το Ιράν, η ιδιωτική ζωή του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού Μπερλουσκόνι) χρησιμοποιείται και στις γειτονικές χώρες ως μοχλός αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, όπως και στη χώρα μας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την υπόθεση του πρώην υπουργού Τσοχατζόπουλου και τη λίστα Λαγκάρντ.
Στην Ελλάδα αναζητούνται λύσεις εναλλαγής συμμαχικών αστικών κυβερνήσεων, που θα υπηρετήσουν συνδυασμένα τις βασικές στοχεύσεις της αστικής τάξης στη σημερινή συγκυρία, δηλαδή: Την επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων και τη σχετική ευελιξία στη δημοσιονομική πολιτική, που θα δημιουργήσει κλίμα «πολιτικής σταθερότητας» για την προσέλκυση επενδύσεων, για την ώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Την ανάδειξη της Ελλάδας ως κόμβου μεταφοράς Ενέργειας και εμπορευμάτων στην Ανατ. Μεσόγειο. Τον έλεγχο και εκτόνωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, τη στοίχιση του εργατικού κινήματος στη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, στη στήριξη των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να συμπορευτεί με τη γαλλική και την ιταλική στις διαπραγματεύσεις με τη γερμανική κυβέρνηση για το μέλλον της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Βασικά ζητήματα της μεγάλης διαπραγμάτευσης, που θα απασχολήσει και την Ελληνική Προεδρία στο τρέχον εξάμηνο του 2014, αποτελούν το πλαίσιο τραπεζικής ενοποίησης της ΕΕ, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην εποπτεία των τραπεζών (π.χ., εποπτεία των γερμανικών περιφερειακών τραπεζών), ο βαθμός συμβολής του Ευρωπαϊκού Ταμείου για τη διάσωση «προβληματικών» τραπεζών των κρατών - μελών, καθώς και η μεταβατική περίοδος, όπου το κύριο βάρος θα αναλάβουν τα εθνικά ταμεία διάσωσης και εκκαθάρισης των τραπεζικών ομίλων σε κάθε χώρα.
Οι αντιδράσεις προς τις γερμανικές προτάσεις στο εσωτερικό της ΕΕ εστιάζονται κυρίως στους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας, των δεσμευτικών συμφωνιών των κρατών - μελών με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, του συστήματος ελέγχου των εθνικών προϋπολογισμών από την Κομισιόν. Το οικονομικό υπόβαθρο αυτών των αντιθέσεων είναι η ανισόμετρη εκδήλωση της κρίσης υπερσυσσώρευσης, που θέτει σε δοκιμασία τη συνοχή της Ευρωζώνης στη σημερινή της μορφή. Η προσπάθεια αναμόρφωσης της ΕΕ υπό τη γερμανική ηγεμονία δεν προσκρούει μόνο στις γαλλικές και ιταλικές αντιδράσεις, που στηρίζονται και από τις ΗΠΑ. Συναντά και την αντίδραση της Ρωσίας στην επέκταση της ΕΕ ανατολικά, με εμβληματικό παράδειγμα την εμπλοκή στη συμφωνία σύνδεσης της Ουκρανίας με την ΕΕ, στην πρόσφατη Σύνοδο του Βίλνιους. Οι τελευταίες εξελίξεις στην Ουκρανία ανέδειξαν τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα μεταξύ σχεδίων της Γερμανίας και της Ρωσίας, με την τελευταία να επιχειρεί να εδραιώσει την Ευρασιατική Οικονομική Ενωση. Ταυτόχρονα, η συγκρότηση της νέας γερμανικής κυβέρνησης από το μεγάλο συνασπισμό χριστιανοδημοκρατών - σοσιαλδημοκρατών υπογράμμισε για μια ακόμα φορά ότι καμιά αλλαγή του ενδοαστικού συσχετισμού και του μείγματος αστικής διαχείρισης δε στοχεύει ούτε μπορεί να οδηγήσει σε κυβερνητική πολιτική ανάκτησης των απωλειών του λαϊκού εισοδήματος και των εργατικών δικαιωμάτων, πολιτική ανάσχεσης της πίεσης για φθηνότερη εργατική δύναμη και αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Οι σοσιαλδημοκράτες αποδέχτηκαν όλες τις βασικές κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησε η κυβέρνηση Μέρκελ την προηγούμενη τετραετία. Συμφώνησαν στην αύξηση των άμεσων και έμμεσων κρατικών επιδοτήσεων στους μονοπωλιακούς ομίλους της «πράσινης» Ενέργειας και στη στήριξη της εφαρμογής σκληρών αντιλαϊκών μέτρων για την «ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας» των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης. Η υιοθέτηση του κατώτατου μισθού στο νέο κυβερνητικό πρόγραμμα προβάλλεται για να συγκαλύψει τη γενικευμένη επίθεση στο λαϊκό εισόδημα και την αύξηση της ψαλίδας πραγματικών μισθών και παραγωγικότητας την τελευταία δεκαετία. Το πρόγραμμα της νέας γερμανικής κυβέρνησης επιβεβαίωσε για μια ακόμα φορά την κατεύθυνση πολιτικής αντιλαϊκού «μνημονίου διαρκείας» που αφορά όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ και κλιμακώνεται σε συνθήκες ύφεσης της Ευρωζώνης.
Οι προαναφερόμενοι παράγοντες της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου διαχείρισης της βαθιάς παρατεταμένης οικονομικής κρίσης εξηγούν σε σημαντικό βαθμό τη δυσκολία της ελληνικής αστικής τάξης να αναμορφώσει αποτελεσματικά το πολιτικό της σύστημα και να εμποδίσει ρωγμές στις κοινωνικές συμμαχίες της. Βασικό στοιχείο μετασχηματισμού του αστικού πολιτικού συστήματος αποτελεί η προσπάθεια αναδιαμόρφωσης του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, που εκδηλώνεται με παράλληλες πρωτοβουλίες και αντιφατικές σχέσεις ανταγωνισμού και συνεργασίας των διαφόρων συγγενών πολιτικών δυνάμεων. Ξεχωρίζει η επιταχυνόμενη πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ με την αποβολή των όποιων φαινομενικά ριζοσπαστικών συνθημάτων, που εκφράστηκε με τις ομιλίες του προέδρου του στο Πανεπιστήμιο του Τέξας και στο 4ο Συνέδριο του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, καθώς και στις συζητήσεις στη Βουλή για τον προϋπολογισμό και την κατάθεση πρότασης μομφής κατά της κυβέρνησης Σαμαρά. Σε αυτή τη διαδρομή των τελευταίων μηνών ο ΣΥΡΙΖΑ διατύπωσε ακόμα πιο καθαρά τη δέσμευση για αναζήτηση φιλολαϊκής διαχειριστικής λύσης εντός των τειχών της διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της ΕΕ και διευκρίνισε τον αστικό χαρακτήρα των προτεινόμενων αλλαγών που αφορούν επαναδιαπραγμάτευση του μέρους της κρατικής χρηματοδότησης που θα στηρίξει τους εγχώριους ομίλους σε σχέση με τους δανειστές, ορισμένες κεϋνσιανές προτάσεις επεκτατικής διαχείρισης, προσανατολισμό προς την ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ, το διαχωρισμό των εμπορικών και επενδυτικών τραπεζικών δραστηριοτήτων στην ΕΕ κ.λπ. Η συγκεκριμένη πορεία επισφραγίστηκε με την υποψηφιότητα του Αλ. Τσίπρα για την προεδρία της Κομισιόν, τις επαφές με τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ολι Ρεν, και τον επικεφαλής της Σοσιαλδημοκρατικής Ομάδας στο Ευρωκοινοβούλιο, Χάνες Σβόμποντα. Παράλληλα, προχώρησαν οι διεργασίες με το 2ο Συνέδριο της ΔΗΜΑΡ, η οποία διερευνά τους όρους ένταξής της στο Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αλλά απορρίπτει την κοινή εκλογική κάθοδο με το ΠΑΣΟΚ. Κεντρικό πολιτικό στίγμα του συνεδρίου αποτέλεσε η θέση για «νέα συμφωνία με τους εταίρους, ένα σύμφωνο ανάπτυξης με έμφαση στην απασχόληση».
Η απόφαση του συνεδρίου της ΔΗΜΑΡ αφήνει ανοιχτό το παράθυρο μιας μετεκλογικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, στο βαθμό που θα παγιωθεί και θα επιβεβαιωθεί η προσήλωσή του στην ΕΕ. Η κινητικότητα συμπληρώνεται με την «πρωτοβουλία των 58», που στηρίζεται από το ΔΟΛ και την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και περιλαμβάνει συνεργάτες του Κ. Σημίτη (Τ. Γιαννίτσης, Γ. Βούλγαρης κ.ά.). Προβάλλεται με δύο εναλλακτικούς τρόπους, είτε ως αφετηρία ομόσπονδου σχήματος που θα περιλάβει τα υπάρχοντα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είτε ως πρόπλασμα νέου πολιτικού κόμματος, το οποίο θα υπερφαλαγγίσει τους υπάρχοντες σχετικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Οι συμμετέχοντες τονίζουν την ανάγκη πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ και επιτάχυνσης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Στη ρυμούλκηση του εργατικού κινήματος κάτω από τη σημαία μερίδας της αστικής τάξης που θέτει ζήτημα αναπροσανατολισμού των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών της χώρας συμβάλλει και η «πρωτοβουλία κατά του ευρώ και της ΕΕ», στην οποία συμπράττουν προς το παρόν το «Σχέδιο Β» (Αλαβάνος), η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο Σύλλογος «Γιάννης Κορδάτος» και άλλες οπορτουνιστικές ομάδες. Στην επεξεργασία της πρωτοβουλίας - η οποία παρουσιάστηκε μετά το πρόσφατο 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ - ο στόχος για έξοδο από την Ευρωζώνη προβάλλεται αποσυνδεδεμένος από την πάλη για την εξουσία, στο πλαίσιο ενός «μεταβατικού πολιτικού προγράμματος πάλης», χωρίς σαφή θέση ούτε για την αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ, ούτε για την κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.
Φυσικά, διεργασίες υπάρχουν και στο φιλελεύθερο αστικό χώρο, όπου νέες πρωτοβουλίες (π.χ. Μαρκεζίνη, Φράγκου) προετοιμάζουν διάδοχα «αξιόπιστα» εθνικιστικά σχήματα για την πιθανή απορρόφηση μέρους των σημερινών ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής, αλλά και δυσαρεστημένων από τη Νέα Δημοκρατία. Το σύνολο των προαναφερόμενων πρωτοβουλιών αναδεικνύει την ευελιξία της εξουσίας του κεφαλαίου, που επιχειρεί να ενσωματώσει την αγανάκτηση και τις προσδοκίες εργατικών - λαϊκών μαζών σε γραμμή ταξικής συνεργασίας, πολιτικής στήριξης των στρατηγικών στόχων του. Αυτή η προσπάθεια εδραίωσης του νέου διπολισμού των κάλπικων πολιτικών διαχωριστικών γραμμών (π.χ., μνημονιακές - αντιμνημονιακές δυνάμεις), που αφήνουν άθικτη την οικονομική κυριαρχία των μονοπωλίων και θωρακίζουν την πολιτική εξουσία του κεφαλαίου, αξιοποιεί αλλά και ενισχύει την υπάρχουσα τάση αναδίπλωσης, οπισθοχώρησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της εκφυλιστικής κατάστασης που εκφράστηκε στο 35ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, με διαδικασίες αλλοίωσης των πραγματικών συσχετισμών, χωρίς συζήτηση και αντιπαράθεση για το περιεχόμενο της δράσης. Φυσική κατάληξη αυτής της διαδικασίας ήταν η πολιτική στήριξη που έδωσε το συνέδριο στη στρατηγική της ΕΕ για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας. Σε αυτές τις συνθήκες έχει καθοριστική σημασία να μην αποσπάται ο καθημερινός πολιτικός αγώνας από το κύριο επαναστατικό καθήκον, να οξύνεται η διαπάλη για αλλαγή του συσχετισμού στο εργατικό κίνημα, για την ήττα του εργοδοτικού, κυβερνητικού και σοσιαλδημοκρατικού συνδικαλισμού, για την αποκάλυψη του ρόλου του οπορτουνιστικού ρεύματος. Πρόκειται για σύνθετη δουλειά πολιτικής προετοιμασίας της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων σε μη επαναστατικές συνθήκες. Πολιτική δουλειά που αξιοποιεί, οργανώνει, μαχητικοποιεί κάθε σκίρτημα εργατικής, λαϊκής διεκδίκησης και πάλης. Πολιτική δουλειά που αναδεικνύει αφενός τις κοινές αστικές στρατηγικές κατευθύνσεις του νέου διπολισμού και αφετέρου τον αστικό χαρακτήρα των όποιων διαφορών μεταξύ της κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, το ρόλο αυτών των διαφορών στο στόχο διατήρησης του συστήματος, στον εγκλωβισμό της λαϊκής διαμαρτυρίας σε ανώδυνα για το σύστημα κανάλια. Πρόκειται για πολιτική δουλειά αναμέτρησης με την οπορτουνιστική γραμμή της «αριστερής κυβέρνησης» και την απατηλή υπόσχεση ενός νέου συμβιβασμού κεφαλαίου - εργασίας προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, στο έδαφος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αναμέτρηση με τις αυταπάτες που λειτουργούν ανασταλτικά σε κάθε τάση εργατικής αφύπνισης. Αναμέτρηση με τη λογική της μείωσης των λαϊκών απαιτήσεων για την ικανοποίηση βασικών αναγκών σε συνθήκες κρίσης, καθώς και με την αντίληψη περί κινήματος υπηρέτη των σχεδίων της κυβερνητικής εναλλαγής στο αστικό κοινοβούλιο.