Η συζήτηση για τη συγκρότηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης έχει ξεκινήσει στους κόλπους της ευρωπαϊκής αστικής τάξης ήδη κατά τη διάρκεια των αστικών επαναστάσεων και των ευρωπαϊκών εθνικών κινημάτων του 19ου αιώνα ως ένα αστικό - δημοκρατικό αίτημα. Ανάμεσα στους υποστηρικτές του ήταν ο Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκό, ο Ιταλός αστός επαναστάτης Τζιουζέπε Ματσίνι κ.ά. Το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής του αντικειμενικά οδήγησε στο να ενταθεί η συζήτηση σχετικά με αυτό το ζήτημα στις αρχές του 20ού αιώνα και ειδικά την περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (ΠΠ).
Η συζήτηση εντάθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και επέδρασε στο εργατικό κίνημα όταν ετίθετο το ζήτημα της υιοθέτησης αυτού του συνθήματος. Θυμίζουμε ότι σε αυτή τη συζήτηση παρεμβαίνει ο Λένιν κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και το 1915 στο κείμενό του για το «σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» όπου αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Από την άποψη των οικονομικών όρων του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαγωγής κεφαλαίων και του μοιράσματος του κόσμου από τις "προηγμένες" και "πολιτισμένες" αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης μέσα σε καπιταλιστικό καθεστώς, είτε είναι απραγματοποίητες, είτε είναι αντιδραστικές. Οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης στις συνθήκες του καπιταλισμού θα ισοδυναμούσαν με συμφωνία για το μοίρασμα των αποικιών. Στον καπιταλισμό όμως, δεν μπορεί να υπάρξει άλλη βάση, άλλη αρχή μοιρασιάς, εκτός από τη δύναμη.
Φυσικά, είναι δυνατές προσωρινές συμφωνίες ανάμεσα σε καπιταλιστές και ανάμεσα σε κράτη. Μ' αυτήν την έννοια μπορεί να δημιουργηθούν και οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης σαν συμφωνία των Ευρωπαίων καπιταλιστών... Με ποιο σκοπό; Μόνο με το σκοπό να πνίξουν από κοινού το σοσιαλισμό στην Ευρώπη, να περιφρουρήσουν από κοινού τις ληστεμένες αποικίες ενάντια στην Ιαπωνία και στην Αμερική...».1
Τα χρόνια μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το ζήτημα της ένωσης της καπιταλιστικής Ευρώπης γίνεται αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη, συνδέεται με την ανάγκη αντιμετώπισης της ΕΣΣΔ και της δράσης των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Η διαπάλη που εκδηλώνεται στις συνθήκες του μεσοπολέμου και μπαίνει ουσιαστικά στην ατζέντα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Στους κόλπους της γερμανικής αστικής τάξης είχε ξεσπάσει μια εσωτερική σύγκρουση, η οποία ανάμεσα στα άλλα αφορούσε το με ποιον τρόπο θα πρέπει να επιδιώξει η Γερμανία να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η μια τάση, που εκφράζεται με τους φιλελεύθερους κυρίως καθολικούς και Εβραίους επιχειρηματίες, προσανατολίζεται σε στρατηγική συμφωνία με τη Γαλλία και διαμόρφωση ενός γαλλο-γερμανικού άξονα γύρω από τον οποίο θα διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή ενότητα. Πολιτικά εκφράζεται από τα αστικά κόμματα του Συντάγματος της Βαϊμάρης, δηλαδή τα αστικά κόμματα που έχουν αποδεχθεί τις δεσμεύσεις της Συνθήκης των Βερσαλιών και τους σοσιαλδημοκράτες. Η άλλη τάση, που τελικά κυριαρχεί, επιδιώκει μια γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη με πυρήνα τα εδάφη του γερμανικού Ράιχ και της Αυστροουγγαρίας πριν το 1918, αποδυναμώνοντας τη Γαλλία και εκτοπίζοντας τη βρετανική επιρροή από την ηπειρωτική Ευρώπη. Την τάση αυτή εκφράζουν βασικά τμήματα των Γερμανών βιομηχάνων που συνδέονται πολιτικά με τα εθνικο-λαϊκιστικά δεξιά κόμματα και βεβαίως τελικά συσπειρώνονται γύρω από το ναζιστικό κόμμα.
Το 1943 οι υπουργοί της ναζιστικής Γερμανίας Χοακίμ Φον Ρίμπεντροπ και Σεσίλ φον Ρένθε Φινκ πρότειναν τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας που θα έχει κοινό νόμισμα, κεντρική τράπεζα στο Βερολίνο, περιφερειακές αρχές, κοινή εργατική πολιτική και κοινές οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες. Οι χώρες που προτείνονταν να ενταχθούν στην ένωση ήταν: Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Δανία, Νορβηγία, Φινλανδία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Σερβία, Ελλάδα και Ισπανία. Μια τέτοια ένωση προτεινόταν ως ένα ισχυρό αντίβαρο στη Σοβιετική Ενωση.
Χαρακτηριστική των αντιλήψεων είναι επίσης η δήλωση του μετέπειτα υπουργού Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Αρθουρ Σέιζ Ινκβαρτ, ότι: «Η νέα Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συνεργασίας μεταξύ των λαών της θα γνωρίσει ραγδαία αναπτυσσόμενη ευημερία, όταν τα εθνικά οικονομικά όρια καταργηθούν». Στόχος που προωθούνταν με την προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων.
Αντίστοιχα, βεβαίως, την αναγκαιότητα του ενωμένου ευρωπαϊκού καπιταλιστικού οικονομικού και πολιτικού χώρου αναδεικνύουν εκπρόσωποι και άλλων αστικών τάξεων ιδιαίτερα της Γαλλίας . Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του Ζακ Μπενοΐστ Μεσίν υπουργού της κυβέρνησης του Βισί ότι «η Γαλλία οφείλει να εγκαταλείψει τον εθνικισμό και να πάρει θέση με τιμή στην ευρωπαϊκή κοινότητα». Ο πατέρας της ΕΟΚ, Ζακ Μονέ, υπήρξε υπουργός της Εθνικής γαλλικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο το Σχέδιο Μάρσαλ, η ίδρυση του ΝΑΤΟ το 1949 και της ΕΚΑΧ, αργότερα ΕΟΚ, αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες οικονομικής και πολιτικής στήριξης στην ανασυγκρότηση του καπιταλισμού στην Ευρώπη σε συνθήκες όξυνσης της αντιπαράθεσης με την ΕΣΣΔ και τα κράτη της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Παρόλο που τα χρόνια που ακολούθησαν η πορεία συγκρότησης της ΕΟΚ αποτελεί αντικείμενο σκληρών συγκρούσεων και διαπραγματεύσεων, εντούτοις η σύγκρουση καπιταλισμού - σοσιαλισμού στο έδαφος της Ευρώπης ενισχύει τις τάσεις ενοποίησης.
Η συζήτηση για την ένωση των ευρωπαϊκών κρατών προκύπτει στη βάση της διεθνοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία παίρνει μεγάλες διαστάσεις στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ολη αυτή η διαδικασία διαπερνιέται από μια αντίφαση η οποία στον καπιταλισμό είναι άλυτη: Ενώ διατηρείται και αναπαράγεται η εθνοκρατική συγκρότηση, η εθνική βάση του κεφαλαίου, ταυτόχρονα διευρύνεται η διεθνής δράση του, η διαπλοκή του με άλλης εθνικής καταγωγής κεφάλαια.
Είναι, λοιπόν, καθαρό ότι σε όλη την πορεία της καπιταλιστικής Ευρώπης από τις αρχές του 20ού αιώνα εκδηλώνεται μια αντικειμενική, αντιφατική διαπάλη ανάμεσα στην «κοσμοπολίτικη τάση» συμμετοχής των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών σε κάποια μορφή καπιταλιστικής διακρατικής ένωσης και συμμαχίας και από την άλλη στην «εθνικιστική τάση» εξασφάλισης των ιδιαίτερων συμφερόντων των εθνικών αστικών τάξεων στο πλαίσιο αυτής της ένωσης. Με τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη να παλεύουν για την ηγεμονία.
Ετσι πάντα υπήρχαν αστικές δυνάμεις που έδιναν έμφαση στην προώθηση της συμμετοχής στη διαδικασία της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» και κάποιες που ασκούσαν κριτική τόσο στη διαδικασία της ΕΟΚ, όσο και στη συνέχεια της ΕΕ.
Στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και της όξυνσης των αντιθέσεων, με την ανάδειξη νέων διεθνών και περιφερειακών δυνάμεων, τις τάσεις αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων, η συζήτηση για το μέλλον και την προοπτική της ΕΕ και της Ευρωζώνης έχει ανοίξει πιο καθαρά. Το μέλλον της ΕΕ και της Ευρωζώνης με τη μορφή που σήμερα ξέρουμε είναι αβέβαιο.
Ο «ευρωσκεπτικισμός» αποτελεί πολιτικό ρεύμα που εκφράζει τμήματα του κεφαλαίου κρατών της ΕΕ που στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, της όξυνσης των αντιθέσεων και της αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων θεωρούν ότι δεν εξυπηρετούνται από τη σημερινή ΕΕ και την Ευρωζώνη. Στο στίγμα τους οι περισσότερες τέτοιες πολιτικές δυνάμεις ενσωματώνουν έντονα εθνικιστικά χαρακτηριστικά, αν και σε κάθε χώρα, ανάλογα με το βαθμό σύνδεσής της με την ΕΕ και την οικονομική και πολιτική της δύναμη, εκφράζονται διαφορετικά.
Οι λεγόμενες ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη εκφράζουν αστικά ρεύματα στις χώρες τους που δεν μπορούμε να πούμε ότι έχουν ενιαία χαρακτηριστικά, π.χ. άλλο στη Βρετανία άλλο στη Γαλλία κ.λπ. Ενοποιητικό στοιχείο είναι ότι η σημερινή δομή, οι θεσμοί, η λειτουργία της ΕΕ, οι συμφωνίες της δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των δικών τους αστικών τάξεων. Ανεξάρτητα από διακηρύξεις τους όμως, επί της ουσίας εκφράζουν την ανάγκη διαμόρφωσης άλλων διακρατικών ενώσεων και συμμαχιών. Για παράδειγμα:
Η Λεπέν και το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία αναφέρεται στην ανάγκη αντικατάστασης της ΕΕ από μια ένωση Ελεύθερων Εθνικών Κρατών στα πρότυπα της σκέψης του Ντε Γκολ, επιδιώκοντας επί της ουσίας μια ΕΕ χωρίς τον ηγεμονικό ρόλο της Γερμανίας, αλλά με πρωτοπόρο ρόλο της Γαλλίας.
Η Ιταλική Λίγκα του Βορρά, που πρόσφατα σύναψε σχέσεις συνεργασίας με το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν, υποστηρίζει την ανάγκη διαμόρφωσης ενός «νέου ευρωπαϊσμού», ενώ ταυτόχρονα θέτει την ανάγκη προσανατολισμού στη συνεργασία με Κίνα και Ρωσία.
Το βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει την αποχώρηση της Βρετανίας από όλες τις συμφωνίες της ΕΕ και τη διαμόρφωση μιας Ζώνης Ελευθέρου Εμπορίου της Κοινοπολιτείας (δηλαδή ανάμεσα στη Βρετανία και τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας οι οποίες περιλαμβάνουν: Καναδά, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία, Ινδία, Πακιστάν, Ν. Αφρική και μια σειρά άλλες πρώην αποικίες της Βρετανίας).
Ευρωσκεπτικιστικές αντιλήψεις δεν υπάρχουν μόνο σε κράτη που αντιτίθενται στον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ, αλλά και στην ίδια τη Γερμανία. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο πρώην πρόεδρος της Γερμανικής Ομοσπονδίας Βιομηχάνων Χανς Ολαφ Χένκελ, που συμμετέχει στο κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (ΕγΓ), σημείωσε ότι το ευρώ είναι καταστροφή, επειδή για να σωθεί το ευρώ πρέπει να αντιμετωπισθεί η διαφορά ανταγωνιστικότητας Βορρά - Νότου στο πλαίσιο της ΕΕ και επειδή είναι αδύνατον η ανταγωνιστικότητα των χωρών του Νότου να φτάσει του Βορρά, αντικειμενικά αυτό θα οδηγήσει στο να επιβληθεί μείωση της ανταγωνιστικότητας του Βορρά και ειδικά της Γερμανίας. Γι' αυτό το λόγο προτείνει 3 διαφορετικές εναλλακτικές για την κατάργηση του ευρώ. Ταυτόχρονα ο Χένκελ με έμφαση σημειώνει ότι είναι αρνητική εξέλιξη η αποδυνάμωση του γαλλο-γερμανικού άξονα.
Η κόντρα λοιπόν «ευρωσκεπτικιστών» και «φιλοευρωπαίων» έχει ως αντικείμενο το πώς θα εξυπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας τους στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και με δεδομένη την όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων. Το ζήτημα, βεβαίως, είναι το πώς η εργατική τάξη κάθε χώρας δεν θα εγκλωβιστεί σε αυτή την ενδοαστική διαπάλη. Πολύ περισσότερο που η ύπαρξη του «ευρωσκεπτικισμού» αξιοποιείται με σκοπό τον εκφοβισμό ότι η ενίσχυσή του θα δημιουργήσει χάος στην ΕΕ με καταστροφικές συνέπειες για τους λαούς, ενώ από την άλλη σε ορισμένες περιπτώσεις ο αστικός ευρωσκεπτικισμός ντύνεται με ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική συνθηματολογία. Πώς δηλαδή σε αυτές τις συνθήκες η εργατική τάξη θα βάλει τη σφραγίδα με αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή γραμμή, θα χαράξει πορεία για την αποδέσμευση από την ΕΕ και την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων σε κάθε χώρα. Ομως αυτά είναι θέματα διαφορετικού άρθρου.
Παραπομπές
1. Β. Ι. Λένιν, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», «Απαντα», τ. 26 σελ. 359-363.