Οι στόχοι που θέτει η έκθεση του ΔΝΤ, για φθηνότερη εργατική δύναμη και νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο, υπηρετούνται διαχρονικά από κάθε κυβέρνηση που διαχειρίζεται την εξουσία της άρχουσας τάξης
Μετά τη «διάσωση» της ελληνικής κοινωνίας με τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, ακολούθησε η δημοσίευση της έκθεσης του ΔΝΤ για να εμπεδώσουμε πόσο πραγματικά θα αλλάξει η ζωή μας στη νέα επερχόμενη φάση ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας...
Η έκθεση του ΔΝΤ διαπιστώνει στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας και προβλέπει μετάβασή της σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2015 και μετά. Φυσικά, συχνά οι οικονομικές προβλέψεις έχουν προπαγανδιστικό περιεχόμενο, αντανακλούν τις επιδιώξεις των συντακτών τους. Ωστόσο, όλες οι αστικές προβλέψεις συγκλίνουν πλέον σε αντίστοιχα συμπεράσματα.
Μπορούμε βάσιμα να εκτιμήσουμε ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε φάση ύφεσης της κρίσης και μεταβαίνει σταδιακά σε φάση περιορισμένης αναζωογόνησης1. Η κρατική πολιτική μετεξελίσσεται στην προσπάθειά της να λύσει ορισμένα προβλήματα που παράγονται από αυτή τη μετάβαση και οι επισημάνσεις που περιλαμβάνει η έκθεση του ΔΝΤ συνιστούν τους βασικούς άξονες γύρω απ' τους οποίους θα επικεντρωθεί αυτή η μετεξέλιξη.
Νέες θυσίες των εργαζομένων στη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης
Το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να απασχολεί τους εργαζόμενους δεν είναι το πόσο βάσιμες είναι οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την καπιταλιστική ανάπτυξη της επόμενης περιόδου, αλλά η δυνατότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης να οδηγήσει στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Απ' την άποψη αυτή, η έκθεση του ΔΝΤ είναι αποκαλυπτική. Αποδεικνύει πως η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν οδηγεί στον παράδεισο της λαϊκής ευημερίας. Οι πολλαπλές εκτιμήσεις για ανάκαμψη των κερδών του κεφαλαίου, για αυξήσεις των εξαγωγών, για βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, για σημαντική αύξηση των επενδύσεων δεν προβλέπουν την ανάκτηση των τεράστιων απωλειών των λαϊκών στρωμάτων την περίοδο της κρίσης. Δεν υπάρχει κανενός είδους αναφορά σε αύξηση των μισθών των εργαζομένων, σε αυξήσεις των συντάξεων, σε ανάκτηση των κοινωνικών δαπανών που «τσεκουρώθηκαν» όλο το προηγούμενο διάστημα, σε μείωση της δυσβάστακτης φορολογίας των λαϊκών στρωμάτων, το πραγματικό βάρος της οποίας δεν έχει γίνει ακόμα τελείως αντιληπτό.
Αντίθετα, η σχεδιαζόμενη καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει αυστηρή εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής σε όλα τα μέτωπα και νέες θυσίες των εργαζομένων.
Στο επίπεδο των οικονομικών του κράτους, το ΔΝΤ προϋπολογίζει πως απαιτούνται περίπου 7,5 δισ. ευρώ πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα μέχρι το 2017 για να ικανοποιηθούν οι στόχοι του προγράμματος οικονομικής πολιτικής με το οποίο έχει συμφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση. Το ύψος αυτών των πρόσθετων μέτρων δεν αμφισβητείται από την ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση, βαφτίζοντας το «κρέας ψάρι», ισχυρίζεται πως η πρόσθετη αφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων το επόμενο διάστημα δεν αποτελεί πακέτο «νέων μέτρων», αλλά αποτέλεσμα μέτρων που έχουν ήδη ψηφισθεί. Στο πρόσφατα ψηφισμένο Μεσοπρόθεσμο προβλέπεται ότι την επόμενη τριετία οι έμμεσοι φόροι θα αυξηθούν κατά περίπου 5 δισ., ενώ θα «εξοικονομηθούν» και 2 δισ. από την περικοπή κοινωνικών δαπανών. Γιαννάκης αντί για Γιάννης δηλαδή....
Συγχρόνως, το ΔΝΤ στέκεται στην ανάγκη επιτάχυνσης των λεγόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επικεντρώνεται στο ασφαλιστικό σύστημα, στα εργασιακά δικαιώματα, στο δημόσιο τομέα και σε σαρωτικές νομοθετικές αλλαγές που στοχεύουν στη βελτίωση του «επιχειρηματικού περιβάλλοντος».
Η έκθεση κάνει λόγο για υπερβολική χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος από το κράτος και αναφέρει την ανάγκη δραστικής μείωσης της κρατικής χρηματοδότησής του στο μέσο όρο της ΕΕ, ενώ ξεχωριστή σημασία δίνει στην ανάγκη σύνδεσης των ασφαλιστικών παροχών με τις ατομικές εισφορές του κάθε ασφαλισμένου, στην περιβόητη ανταποδοτικότητα.
Στον τομέα των εργασιακών δικαιωμάτων η έκθεση του ΔΝΤ προετοιμάζει πραγματική κόλαση για τους εργαζόμενους. Προτείνει την απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων, τη θέσπιση της δυνατότητας lock-out των εργοδοτών ως μέτρο για την αντιμετώπιση απεργιών και την κατάργηση των μισθολογικών ωριμάνσεων, δηλαδή τη μόνιμη εργασία με το βασικό μισθό. Στο δημόσιο τομέα, η έκθεση αναφέρεται στο «taboo των απολύσεων», σημειώνοντας πως είναι ανάγκη να μειωθεί κατά 15.000 επιπλέον το προσωπικό του Δημοσίου μέχρι το 2015. Με λίγα λόγια, το ΔΝΤ προβλέπει πως η οικονομική ανάπτυξη του επόμενου διαστήματος απαιτεί αφαίμαξη των εργαζομένων με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα, εργασιακή κόλαση, νέες απολύσεις στο Δημόσιο και κατεδάφιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Πίσω από τη «συνταγή» του ΔΝΤ
Η εύκολη κυβερνητική απάντηση στη νέα έκθεση του ΔΝΤ ήρθε από τα πλέον επίσημα χείλη, της νέας κυβερνητικής εκπροσώπου, που δήλωσε: «Το ΔΝΤ ζει στο δικό του πλανήτη». Η κυβέρνηση, επιχειρώντας να πείσει τα λαϊκά στρώματα ότι «πήρε το μήνυμα της κάλπης», εμφανίζεται να αντιστέκεται στις «επιταγές του ΔΝΤ». Απ' τη μεριά του, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι ψεύδεται. Με επίκεντρο την επιστολή που απέστειλε ο Αντ. Σαμαράς στο ΔΝΤ και στην οποία κάνει λόγο για «δέσμευση λήψης όλων των απαιτούμενων μέτρων για να βγει το πρόγραμμα», ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση για υπόκλιση στις επιταγές της τρόικας και των δανειστών.
Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σε τελευταία ανάλυση και οι δύο επιχειρούν να εμφανίσουν τη θεώρηση του ΔΝΤ και τις προτάσεις της έκθεσης ως αυθαίρετες «εξωτερικές» πολιτικές επιλογές που οφείλονται στο νεοφιλελευθερισμό του ΔΝΤ και της τρόικας. Και οι δύο πόλοι του νέου αστικού διπολισμού επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορεί να είναι φιλολαϊκή, ότι μπορεί να βρεθεί ένα μείγμα διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας που να εγγυάται ανάπτυξη για το λαό και για τους μονοπωλιακούς ομίλους.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική. Οι βασικές πολιτικές που περιέχονται μέσα στην έκθεση του ΔΝΤ δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα της κρίσης, του μνημονίου, του υψηλού κρατικού χρέους. Ο στόχος πίσω από τη συνταγή του ΔΝΤ είναι η διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης και νέων πεδίων κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο. Τους στόχους αυτούς υπηρετεί διαχρονικά κάθε κυβέρνηση που διαχειρίζεται την εξουσία της άρχουσας τάξης. Οι κατευθύνσεις των μέτρων που προτείνει το ΔΝΤ ευθυγραμμίζονται με τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου και τις επιλογές διαχείρισης των αστικών κυβερνήσεων.
Ο νέος γύρος της αντιασφαλιστικής επίθεσης σκοπεύει στη μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, που τελικά το αποτελούν δαπάνες που καταβάλλει το κεφάλαιο και το κράτος του στην εργατική τάξη. Η εργασιακή ζούγκλα, με τα ποικίλα μέτρα, στοχεύει στη μείωση του «μέσου εργατικού μισθού», στόχος καθόλου ασύμβατος με μια μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού, τη μοναδική ουσιαστική πολιτική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ. Μια συμπίεση του συνόλου των μισθών προς τον κατώτατο, μέσα από την καθιέρωση πραγματικής εργασιακής ζούγκλας, ισοδυναμεί με μεγάλη μείωση του συνολικού εργοδοτικού κόστους, ακόμα και αν ο κατώτατος μισθός αυξηθεί ελαφρά.
Τα τάχα «νέα και αυθαίρετα» μέτρα του ΔΝΤ αποτελούν τη φυσική συνέχεια της επίθεσης που κλιμακώνεται στα δικαιώματα των εργαζομένων όλο το προηγούμενο διάστημα. Στην πραγματικότητα δεν αποτελούν ελληνική πρωτοτυπία.
Σε όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, η κρατική πολιτική κινείται στους ίδιους άξονες: Φθηνότερη εργατική δύναμη και δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο. Σε όλα τα κράτη-μέλη, είτε έχουν μνημόνια και τρόικα είτε όχι, με υψηλό ή με χαμηλότερο χρέος, με ευρώ, με στερλίνες, δολάρια ή γιεν, η λήψη τέτοιων μέτρων αποτελεί, ουσιαστικά, υπαρξιακή ανάγκη των μονοπωλιακών ομίλων. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού με ανερχόμενες οικονομικές δυνάμεις που παράγουν ομοειδή εμπορεύματα φθηνότερα, η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων απαιτεί τη λήψη τέτοιων μέτρων. Τελικά, άσχετα με τα διαφορετικά υλικά της συνταγής σε κάθε χώρα, ο στόχος είναι κοινός. Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων.
Η πολιτική αυτή δεν είναι καινούργια. Δεν προέκυψε με την κρίση και δεν θα σταματήσει με την κρίση. Αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ευρωενωσιακής πολιτικής, από τη στρατηγική του Μάαστριχτ και παλαιότερα, μέχρι τη σημερινή στρατηγική «ΕΕ 2020». Η καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει σχετική και απόλυτη εξαθλίωση των εργαζομένων, προϋποθέτει ακόμα μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα στην παραγόμενη πίτα και στο μερίδιο που αξιοποιείται για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών. Αυτή είναι η φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι οι νομοτέλειες μιας παραγωγής όπου τα κλειδιά της οικονομίας βρίσκονται στα χέρια των ομίλων που αποφασίζουν για το τι θα παραχθεί, πόσο, πού και από ποιον με γνώμονα το ποσοστό κέρδους τους.
Φυσικά, οι διαχειριστικές προτάσεις κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ διαφοροποιούνται σε ορισμένα σημεία. Οι διαφορές τους εστιάζονται στις προτεραιότητες χρηματοδότησης σε κλάδους της οικονομίας, στην αντιπαράθεση για την κατανομή των ζημιών και των κερδών της κρίσης και της ανάπτυξης. Οι διαφορές τους όμως δεν αλλάζουν την ουσία τους ως διαχειριστικές προτάσεις της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Γι' αυτό και παρουσιάστηκαν και οι δύο, στο συνέδριο του ΣΕΒ, με διαφορά μόλις μερικών ωρών μεταξύ τους, αμέσως μετά τις πρόσφατες εκλογές. Από την άποψη της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών οι διαφορές τους είναι επουσιώδεις.
Ο δρόμος της λαϊκής αντεπίθεσης
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση για το μείγμα διαχείρισης που εγγυάται την ταχύτερη καπιταλιστική ανάπτυξη είναι αποπροσανατολιστική. Εγκλωβίζει τους εργαζόμενους στο να αποδέχονται την καπιταλιστική ανάπτυξη ως το ζητούμενο και οδηγεί στην αναζήτηση μιας φιλολαϊκής καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Η αναζήτηση αυτή είναι μάταιη. Οσο τα κλειδιά της οικονομίας βρίσκονται στα χέρια των ομίλων, οι εργαζόμενοι δεν θα γνωρίσουν ούτε καν ανάκτηση των απωλειών της τελευταίας περιόδου. Ο ανελέητος νόμος του καπιταλιστικού ανταγωνισμού απλά δεν το επιτρέπει.
Ο δρόμος για τους εργαζόμενους βρίσκεται στη μαχητική απόρριψη κάθε τέτοιας επιλογής, στην οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης. Η απόκρουση των νέων μέτρων που έρχονται, στο Ασφαλιστικό, στις εργασιακές σχέσεις, στο δημόσιο τομέα, η πάλη για την ανάκτηση των απωλειών των τελευταίων ετών, προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση της πραγματικής αιτίας της επίθεσης, της εξουσίας και της οικονομίας των ομίλων, της ΕΕ, που τη θωρακίζει σε όλα τα κράτη - μέλη. Προϋποθέτει την αναγέννηση του εργατικού κινήματος, τη συγκρότηση μιας λαϊκής συμμαχίας που θα σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο, θα συγκεντρώνει δυνάμεις για τη μοναδική φιλολαϊκή λύση. Την αποδέσμευση απ' την ΕΕ και μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική λαϊκή εξουσία.
Παραπομπή
1. Αναλυτικότερα: Κείμενο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, «Οι τελευταίες εξελίξεις στην ελληνική οικονομία», ΚΟΜΕΠ 3/2014.
Του Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ