Οι τελευταίες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για μείωση των επιτοκίων και αγορά ομολόγων προκειμένου να τονωθεί η ρευστότητα χρήματος στην αγορά, δηλαδή να δανειστούν οι τράπεζες της Ευρωζώνης προκειμένου να μπορούν να δανείσουν τους μονοπωλιακούς ομίλους, δεν ήταν ομόφωνες. Η Γερμανία αντέδρασε στις αποφάσεις της ΕΚΤ. Ο Β. Σόιμπλε έχει ήδη αναφερθεί δημόσια με την εκτίμηση ότι τα μέτρα της ΕΚΤ δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε ανάπτυξη.
Ο Γιούργκεν Σταρκ, πρώην μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, πηγαίνοντας παραπέρα τις σκέψεις του Σόιμπλε, δήλωσε, σε άρθρο του στη γερμανική εφημερίδα «Der Handelsblatt, πως οι μειώσεις των επιτοκίων δε θα οδηγήσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο στην αύξηση του δανεισμού προς τις επιχειρήσεις στην Ευρωζώνη, συμπληρώνοντας ότι η ΕΚΤ αναλαμβάνει τεράστιους κινδύνους στον προϋπολογισμό της με τις αγορές των διαφόρων ομολόγων. «Ο στόχος -επισημαίνει- ήταν μάλλον μια επιδίωξη πτώσης του ευρώ, κάτι που είχαν απαιτήσει επανειλημμένα Γαλλία και Ιταλία».
Υπάρχει κίνδυνος, όπως επισημαίνουν στη Γερμανία; Ναι, υπάρχει. Τα ομόλογα, συνήθως, αγοράζονται από τράπεζες. Βεβαίως, έχουν και ένα ρίσκο, αφού μπορεί αυτός που τα εκδίδει να μην μπορεί να τα αποπληρώσει στη χρονική προθεσμία που λήγουν ή και καθόλου. Αλλά δεν είναι αυτός ο πραγματικός λόγος που αντιδρά η Γερμανία. Ο λόγος είναι αυτός που αναφέρει ο Σταρκ, η «πρόκληση πτώσης της αξίας του ευρώ» και η αποδυνάμωσή του ως διεθνές μέσο συναλλαγών σε σχέση με άλλα διεθνή νομίσματα (π.χ., το δολάριο). Μια τέτοια εξέλιξη δημιουργεί δυσκολίες στην εξαγωγή κεφαλαίου και στις εισαγωγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών από τρίτες χώρες. Επίσης, διευκολύνει τις εξαγωγές σε τρίτες χώρες, έχει, όμως, πιθανόν, αρνητική επίδραση σε χώρες που το έχουν επιλέξει ως αποθεματικό και χρηματικό ισοδύναμο σε διεθνείς συναλλαγές. Δηλαδή, στη λειτουργία του ως διεθνές χρήμα. Μια τέτοια εξέλιξη θα διευκολύνει τις εξαγωγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών από την Ιταλία και τη Γαλλία, γεγονός που επιδρά στην ανάκαμψη των δικών τους οικονομιών.
***
Στο πλαίσιο της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης, η Γερμανία έχει τη δυνατότητα να δανείζεται φτηνά και να έχει πλεονάσματα, θέλει, λοιπόν, να διατηρήσει, έναντι των ανταγωνιστών της εντός και εκτός Ευρωζώνης - ΕΕ, αυτό το πλεονέκτημα, γι' αυτό τη συμφέρει το ισχυρό ευρώ. Ισχυρό ευρώ και πλεονάσματα διευκολύνουν τις εξαγωγές κεφαλαίων, επομένως ισχυροποιούν τη θέση της σε Ευρωζώνη - ΕΕ αλλά και στη διεθνή αγορά. Για να εξασφαλιστεί ισχυρό ευρώ χρειάζεται αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, η οποία, όμως, δυσκολεύει τις επενδύσεις, άρα και την καπιταλιστική ανάκαμψη στα λεγόμενα «κράτη του Νότου», δυσκολίες που γίνονται ακόμη μεγαλύτερες λόγω δημοσίων ελλειμμάτων και κρατικών χρεών αλλά και χρεών μονοπωλιακών ομίλων. Η Γερμανία θέλει να διατηρήσει την οικονομική της δύναμη υπονομεύοντας στην ουσία της άλλες καπιταλιστικές οικονομίες στην Ευρωζώνη. Επίσης, χρειάζεται ισχυρό ευρώ στο πλαίσιο της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς, στον ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ και άλλες χώρες για την εξασφάλιση μεγαλύτερων μεριδίων. Αυτό φαίνεται, από άλλη σκοπιά βεβαίως, και στην κρίση, π.χ., στην Ουκρανία, όπου διαφοροποιείται η Γερμανία από τις ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, τραβώντας συνολικά και την ΕΕ σ' αυτό.
***
Η Γερμανία με τα πλεονάσματα έχει μεγαλύτερη δυνατότητα για εξαγωγή κεφαλαίων εντός Ευρωζώνης και ΕΕ αλλά και εκτός. Λόγω των πλεονασμάτων, αποτελεί μοχλό στην καπιταλιστική ανάπτυξης της Ευρωζώνης και, αφού τα κεφάλαια είναι γερμανικά, το όφελος θα είναι δικό της.
Ηδη σε ρεπορτάζ αστικών οικονομικών εφημερίδων («Ημερησία», 9/9/2014), που αναπαράχθηκε από το «Bloomberg», αναφέρονται τα εξής: «Η εκπρόσωπος Τύπου του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, Μάριαν Κότε, επιβεβαίωσε χτες ότι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Μισέλ Σαπέν δουλεύουν από κοινού στη σύνταξη ενός εγγράφου που θα "περιγράφει πώς θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε τις επενδύσεις εθνικά και διεθνώς, κάτι που είναι σημαντικό ζήτημα για την Ευρώπη(...) μας ενδιαφέρει να τονώσουμε όλες τις επενδύσεις, όχι μόνο τις δημόσιες αλλά και τις ιδιωτικές". Ως παράδειγμα κλάδου, όπου θα μπορούσαν να προσελκυστούν ιδιωτικές επενδύσεις, ανέφερε τις υποδομές. Η Γερμανία καλείται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτήν, καθώς είναι η μόνη από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης που έχει τα δημοσιονομικά περιθώρια να το πράξει. Το α' εξάμηνο του έτους ο προϋπολογισμός κατέγραψε το μεγαλύτερο πλεόνασμα στα χρονικά, που έφτασε τον Ιούλιο τα 22,2 δισ. ευρώ, με τις εξαγωγές να σημειώνουν τη μεγαλύτερη αύξηση της τελευταίας διετίας (4,7%) και να φτάνουν το επίπεδο - ρεκόρ των 98,2 δισ. ευρώ». Το «Εθνος», 10/9/2014, έκανε λόγο για ένα είδος «Σχεδίου Μάρσαλ» 300 δισ. ευρώ. Γιατί με τη Γαλλία; Είναι ο συμβιβασμός της, αφού έχει το πάνω χέρι, ώστε να εμποδίσει τον προσεταιρισμό της από ανταγωνιστές της, ακόμη και έξω από την ΕΕ, π.χ., ΗΠΑ, που επιδιώκουν να τραβήξουν τη Γαλλία στην κόντρα με τη Γερμανία, δηλαδή προσπαθεί να επουλώσει τις ρωγμές στο γαλλογερμανικό άξονα.
Εξηγείται γιατί η σημερινή κυρίαρχη πολιτική στη Γερμανία επιμένει στην αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, αντιδρά στις αποφάσεις της ΕΚΤ, ενδιαφερόμενη για την υπεράσπιση των συμφερόντων των δικών της μονοπωλίων και όχι βεβαίως των εισοδημάτων του Γερμανού εργάτη.