Από το χτεσινό πρωτοσέλιδο δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη» για τις επιχειρησιακές συμβάσεις, προκύπτουν μια σειρά ζητήματα, που μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής:
Πρώτο, οι επιχειρησιακές συμβάσεις είναι «εργαλείο» σοβαρών ανατροπών στα δικαιώματα των εργαζομένων, όπως είχε καταγγείλει το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα από την ψήφιση ακόμα του σχετικού νόμου. Υπενθυμίζουμε ότι ο συγκεκριμένος νόμος (3899/2010) φτιάχθηκε επί υπουργίας Κατσέλη και προβλέπει την υπογραφή αυτών των συμβάσεων από ενώσεις προσώπων στο πλαίσιο μιας επιχείρησης. Στόχος του νόμου ήταν τότε να παρακάμψει τις κλαδικές συμβάσεις, οι οποίες κατά κανόνα περιείχαν καλύτερους όρους εργασίας και αμοιβής σε σχέση με την ΕΓΣΣΕ. Από τότε κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι. Με την επί της ουσίας κατάργηση των κλαδικών και της ΕΓΣΕΕ (ΠΥΣ 6/2012), οι επιχειρησιακές συμβάσεις, μαζί με τις ατομικές, έχουν αναδειχτεί σε κυρίαρχες στους χώρους εργασίας.
Δεύτερο, στις επιχειρησιακές συμβάσεις ενσωματώνονται προβλέψεις της αντεργατικής νομοθεσίας που έχει διαμορφώσει το αστικό κράτος για λογαριασμό των εργοδοτών. Για παράδειγμα, η μείωση του κατώτατου μισθού, όπως και η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, είναι νομοθετημένα. Η τελευταία, μάλιστα, προκύπτει από την ενσωμάτωση σχετικής οδηγίας της ΕΕ, που άρχισε να συζητιέται πολύ πριν την κρίση, το 2005. Δηλαδή, η επιχειρησιακή σύμβαση και οι όροι που περιέχει δεν είναι έμπνευση ενός «κακού» εργοδότη, αλλά η προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων και των αμοιβών σ' αυτά που ορίζει η αντεργατική νομοθεσία και τα όσα προβλέπονται από τις κατευθύνσεις και τις οδηγίες της ΕΕ.
Τρίτο, μέσω των επιχειρησιακών συμβάσεων, δηλαδή μέσα από το πεδίο των μεμονωμένων επιχειρήσεων, γίνεται προσπάθεια να επεκταθεί κι άλλο η αντεργατική νομοθεσία. Αυτό το σκοπό υπηρετεί η ενσωμάτωση όρων που προβλέπουν την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, αν αυτοί καταργηθούν με νόμο στο μέλλον. Με τον ίδιο τρόπο, πάει «περίπατο» το επίδομα γάμου, για το οποίο, αν και δε συμπεριλήφθηκε στην τελευταία ΕΓΣΣΕ, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ κόμπαζε ότι το κατοχύρωσε «στο μιλητό» με την εργοδοσία.
Τέταρτο, επαληθεύεται ότι το νομικό πλαίσιο που ορίζει τους όρους αμοιβής και εργασίας είναι πολυπλόκαμο και εξοντωτικό. Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκούν ορισμένες παρεμβάσεις - μερεμέτια για να αλλάξει κάτι επί της ουσίας για την εργατική τάξη. Πολύ περισσότερο που στο έδαφος του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας, ακόμα και μια μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό, όπως υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα εξανεμιστεί από τα χαράτσια, την αύξηση του κόστους ζωής, τις μεγαλύτερες ιδιωτικές δαπάνες για την Υγεία, την παραπέρα κατακρήμνιση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας.
Επιβεβαιώνεται ότι λύση δεν μπορεί να δοθεί, αν το κίνημα περιορίζει την πάλη του σε επιμέρους οικονομικούς στόχους, πολύ περισσότερο όταν αυτοί υποτάσσονται στις αντοχές της (καπιταλιστικής) οικονομίας, όπως κάνει σήμερα η συνδικαλιστική ηγεσία. Ούτε εναποθέτοντας τις ελπίδες του στην εναλλαγή κομμάτων στην κυβέρνηση, που θεωρούν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων ως τον «ακρογωνιαίο λίθο» της όποιας ανάπτυξης. Αυτό που χρειάζεται είναι ο ταξικός αγώνας των εργαζομένων, με ανασύνταξη του κινήματος, για αντεπίθεση σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.