Το δίλημμα «λιτότητα ή ανάπτυξη» βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθένας τους εμφανίζει εαυτόν ως υπέρμαχο της ανάπτυξης. Η θέση είναι κατά βάση η εξής: «Το κράτος θα προσελκύσει επενδύσεις που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη και η οποία θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας».
Στα μέσα Σεπτέμβρη ο πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, δήλωνε: «Η Ελλάδα προχωρά. Αφήνουμε πίσω μας το παρελθόν. Επενδύουμε σε ένα καλύτερο μέλλον με ανάπτυξη και με θέσεις εργασίας».
Αντίστοιχα, ο Αλέξης Τσίπρας, πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας στη ΔΕΘ, ισχυρίστηκε πως χρειάζεται μια πιο ...σκληρή διαπραγμάτευση για το χρέος «προκειμένου να υπάρξει η αναγκαία τόνωση των δημόσιων επενδύσεων, ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων για την τόνωση της απασχόλησης και την επιστροφή στην ανάπτυξη.»
Τη βδομάδα που πέρασε ο Δημήτρης Παπαδημούλης, ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, εγκαλούσε με Ερώτησή του τη γερμανική κυβέρνηση που δε συναινεί στην «αξιοποίηση των αδρανών κεφαλαίων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας προς όφελος των επενδύσεων, της ανάπτυξης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας».
Την ίδια θέση διατύπωσε και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ),Θεόδωρος Φέσσας, σε δηλώσεις τους μετά από συνάντηση με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές Σεπτέμβρη: «Η θέση και η άποψη του ΣΕΒ είναι ότι οι επενδύσεις θα έρθουν από τον ιδιωτικό τομέα και έτσι θα δημιουργηθούν διατηρήσιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας»
Σχεδόν πανομοιότυπη ήταν η δήλωση του Φρανσουά Ολάντ, Προέδρου της Γαλλίας, στο περιθώριο της πρόσφατης Συνόδου στο Μιλάνο: «Η ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας αποτελούν προτεραιότητα για όλους τους Ευρωπαίους».
Ολοι, λοιπόν, παλαιοί και νέοι φιλελεύθεροι και σοσιαλδημοκράτες, βιομήχανοι και τραπεζίτες, μιλούν για το ίδιο πράγμα: Την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας που θα οδηγήσει στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Για να διαλυθούν τυχόν παρεξηγήσεις, η θέση αυτή είναι σχεδόν τόσο παλιά όσο και ο καπιταλισμός. Είναι δοκιμασμένη με χίλιους τρόπους και με όλες τις παραλλαγές. Κάθε φορά το αποτέλεσμα είναι σε βάρος των λαών.
Τα ερωτήματα που μπαίνουν είναι πολλά, θα σταθούμε όμως μόνο σε ένα. Είναι κακό -θα πει κάποιος- να υπάρξει καπιταλιστική ανάπτυξη εφόσον αυτή δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας που, όπως ισχυρίζονται, θα ανακουφίσουν το λαό;
Καταρχάς να πούμε ότι ο ίδιος ο όρος καπιταλιστική ανάπτυξη προϋποθέτει ότι η βασική κοινωνική σχέση είναι η σχέση εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Οι εργάτες παράγουν συλλογικά τον κοινωνικό πλούτο και οι κεφαλαιοκράτες τον αρπάζουν, τον ιδιοποιούνται, τον μοιράζονται μεταξύ τους, με βάση το δικαίωμα στην ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, που, όμως, και αυτά είναι αποτέλεσμα της συνολικής κοινωνικής εργασίας. Αυτή είναι η βασική λειτουργία του καπιταλισμού που διατρέχει όλη την κοινωνία, με αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για την εργατική τάξη αλλά και για το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων. Δηλαδή ακόμα και αν την πίτα τη φτιάχνουν οι εργαζόμενοι ανήκει στο κεφάλαιο. Ενώ οι εργαζόμενοι παίρνουν ίσως κάποια ψίχουλα...
Εξετάζοντας παραπέρα το ζήτημα αυτό, πρέπει να αναρωτηθούμε ποιο είναι το έδαφος πάνω στο οποίο θα πατήσει η περίφημη καπιταλιστική ανάπτυξη, η έξοδος από την κρίση. Είναι τα μέτρα, που επιταχύνθηκε η υλοποίησή τους στο όνομα της αντιμετώπισης της καπιταλιστικής κρίσης αλλά που αποτελούν στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου και έχουν μόνιμο χαρακτήρα.
Είναι η βίαιη και ραγδαία αλλαγή των εργασιακών σχέσεων προς το χειρότερο. Η συρρίκνωση των μισθών, το χτύπημα της μόνιμης και σταθερής εργασίας, η γενίκευση των ελαστικών και προσωρινών μορφών εργασίας, το χτύπημα των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Είναι, δηλαδή, ένα ολόκληρο αντεργατικό πλέγμα για τη συμπίεση τις τιμής της εργατικής δύναμης, το οποίο αξιοποιούν οι καπιταλιστές για να βγούνε -και όχι να βγούμε- από την κρίση, να ανακτήσουν, να διασφαλίσουν και να αυξήσουν παραπέρα την κερδοφορία τους.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη θα πατήσει πάνω σε αυτό το έδαφος, των τσακισμένων εργατικών δικαιωμάτων, της τεράστιας στρατιάς ανέργων που έχει σχηματιστεί αλλά και των κλειστών ή και κατεστραμμένων παραγωγικών μονάδων και μέσων παραγωγής.
Συγκυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ υπόσχονται εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Είναι φανερό ότι, ακόμα κι αν υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους, δε πρόκειται να αντιμετωπιστεί η ανεργία. Ούτε μπορεί και να αντιμετωπιστεί συνολικά η ανεργία στον καπιταλισμό, γιατί αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει το δικαίωμα στη δουλειά για όλους, πολύ περισσότερο τη σταθερή εργασία με πλήρη δικαιώματα. Δεν μπορεί γιατί δεν υποτάσσει τις παραγωγικές δυνάμεις στην εξυπηρέτηση των αναγκών των εργαζομένων αλλά των αναγκών των κεφαλαιοκρατών. Πρακτικά αυτό σημαίνει άναρχη ανάπτυξη. Σε κάθε κλάδο παραγωγής, σε κάθε καπιταλιστική επιχείρηση αξιοποιείται τόσο εργατικό δυναμικό, όσο και για όσο χρόνο το χρειάζονται οι καπιταλιστές για να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους και όχι να καλύπτουν τις ανάγκες του λαού. Επίσης, ενώ υπάρχουν τομείς που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, άνθρωποι μένουν στην ανεργία γιατί οι καπιταλιστές δεν κάνουν επενδύσεις, αφού γι' αυτούς δεν είναι αρκετά κερδοφόροι.
Χαρακτηριστικά είναι τα εξής στοιχεία: Πέρασαν δεκαεπτά χρόνια (1992-2008) για να δημιουργηθούν σωρευτικά 930 χιλιάδες θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία. Αυτές οι θέσεις χάθηκαν μόλις στα πέντε πρώτα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης (2009-2013). Την ίδια περίοδο σε όλη την ΕΕ χάθηκαν 5,7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.
Οι περισσότερες θέσεις εργασίας που χάθηκαν ήταν θέσεις πλήρους απασχόλησης. Σήμερα οι μισές από τις προσλήψεις είναι μερικής απασχόλησης, η οποία αντικαθιστά σταδιακά την πλήρη. Οπως λένε από παλιά τα συνδικάτα «μισή δουλειά - μισή ζωή». Γι' αυτές τις θέσεις κονταροχτυπιούνται σήμερα συγκυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ.
Οι λεγόμενες νέες θέσεις εργασίας θα αφορούν στην ανακύκλωση της ανεργίας, στο μοίρασμα μιας θέσης πλήρους απασχόλησης σε δύο και τρεις μερικά απασχολούμενους. Σε θέσεις εκ περιτροπής απασχόλησης. Στη νομιμοποιημένη ανασφάλιστη εργασία. Στο δουλεμπόριο εργαζομένων. Στην ασύδοτη αλλά νόμιμη πλέον αλλαγή του ωραρίου, του τόπου και του αντικειμένου εργασίας ανάλογα με τις ανάγκες του κεφαλαιοκράτη, τις οποίες ορίζει το κυνήγι του μέγιστου κέρδους.
Αυτή η κατάσταση επικρατεί σε όλη την ΕΕ αλλά και στις ΗΠΑ, σύμφωνα με στοιχεία που εμφανίζουν τη μερική απασχόληση να χτυπά κόκκινο σε πολλά κράτη της ΕΕ, η ανεργία να μη μειώνεται ακόμα και με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης.
Ισχυρίζονται ακόμα, συγκυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις, ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας, οι καινοτομίες, όπως τις λένε, θα βοηθήσουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση που θα οδηγήσει σε νέες θέσεις εργασίας κ.ο.κ. Πρόκειται για ένα τεράστιο ψέμα. Η εφαρμογή των τεχνολογικών επιτευγμάτων στην παραγωγή αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας. Σε συνθήκες καπιταλισμού αυτό σημαίνει ότι μπορούν να παραχθούν περισσότερο εμπορεύματα με λιγότερα χέρια, συνεπώς αξιοποιείται για το πέταμα εργαζομένων εκτός παραγωγής. Το γεγονός αυτό αξιοποιείται μάλιστα για να εμφανιστεί η ανεργία ως «φυσικό επακόλουθο» της τεχνολογικής προόδου. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στο σοσιαλισμό η ανάπτυξη και η εφαρμογή της τεχνολογίας λειτουργεί ευεργετικά για τους εργαζόμενους, αφού συμβάλλει στη μείωση του εργάσιμου χρόνου σε συνθήκες που εξασφαλίζουν δουλειά για όλους.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το παραμύθι της καπιταλιστικής ανάπτυξης προς όφελος των εργαζομένων έχει στην πράξη πάντα κακό τέλος. Η επόμενη καπιταλιστική κρίση παραμονεύει για να επιδεινώσει παραπέρα τη ζωή των εργατικών και λαϊκών οικογενειών.