Ζητήματα που ιεραρχούν ψηλά οι ντόπιοι επιχειρηματικοί όμιλοι βρίσκονται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης του ΣΥΡΙΖΑ με την κυβέρνηση, στο πλαίσιο των διαφορετικών εκδοχών του μείγματος διαχείρισης υπέρ του κεφαλαίου που πρεσβεύουν.
Ετσι, χτες, το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, ανέσυρε το ευφυολόγημα περί «υποτέλειας», επικρίνοντας την κυβέρνηση ότι βρίσκεται «εγκλωβισμένη σε μια στρατηγική υποτέλειας, που δε δίνει λύση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους, ενώ ταυτόχρονα στραγγαλίζει την κοινωνία και την οικονομία», την ανάπτυξη των μεγαλοεπιχειρηματιών εννοεί. Πρόσθεσε πως η κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να υπογράψει νέα μνημονιακή συμφωνία. Πίσω απ' τις «λέξεις» διακρίνεται η βιασύνη για εξεύρεση πόρων ικανών να στηρίξουν την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και το σχέδιο «παραγωγικής ανασυγκρότησης» που εκπονεί ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή κρατικά κεφάλαια για επενδύσεις, και η πολιτική «χαλάρωσης» των κανόνων, ώστε να έχει ως κυβέρνηση τη δυνατότητα διοχέτευσης των πόρων αυτών σε επιλεγμένους κλάδους της οικονομίας. Είναι γνωστό δε ότι μεγάλα τμήματα του κεφαλαίου προκρίνουν αυτό το μείγμα διαχείρισης όπως οι βιομήχανοι.
Καπιταλιστικός ο παραγωγικός χάρτης
Αλλωστε, και το Τμήμα Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ επιμένει να επικρίνει τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια, απ' τη σκοπιά όμως συμφερόντων τμημάτων της αστικής τάξης. Ετσι, σε ανακοίνωσή του αναφέρει ότι «εκχωρείται η πλήρης δικαιοδοσία στις τράπεζες για τη διαχείριση όχι μόνο του χρέους αλλά και του σχεδιασμού του παραγωγικού χάρτη της χώρας».
Διαμαρτύρεται ακόμα ότι δημιουργούνται «ερωτηματικά και σκοτεινά σημεία για τις ρυθμίσεις των επιχειρηματικών δανείων και την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων», αλλά όπως υποστηρίζει «είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι πρόκειται για απολύτως τραπεζοκεντρικές λύσεις που δε λύνουν τα προβλήματα αλλά εξυπηρετούν τη διαπλοκή, τους τραπεζίτες και τις πελατειακές σχέσεις».
Κάνοντας ακόμα πιο σαφή τη σκοπιά απ' την οποία διατυπώνει ενστάσεις και αντιρρήσεις, προσθέτει: «Φαίνεται ότι οι τράπεζες θα αποφασίζουν την ταχεία εκκαθάριση των επιχειρήσεων, που βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση, χωρίς όμως να ορίζονται αντικειμενικά κριτήρια βιωσιμότητας, που να λαμβάνουν υπόψη τη συμμετοχή του κλάδου στο ΑΕΠ για την ανάκαμψη της οικονομίας, τις θέσεις εργασίας για την αντιμετώπιση της ανεργίας και, βέβαια, τις ανάγκες της παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης της χώρας. Χρησιμοποιείται το ιδιωτικό χρέος των επιχειρήσεων, ως μοχλός πίεσης για την αναδιάρθρωση των κλάδων και τη δημιουργία μιας νέας επιχειρηματικής τάξης και επιχειρήσεων με κυρίαρχο το ρόλο των τραπεζών και των μετόχων τους (...) Επίσης, δεν είναι δυνατόν να μη θεσπίζονται αντικειμενικά κριτήρια για τη βιωσιμότητα των σχεδίων αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων, αλλά να εκχωρούνται υπερεξουσίες στον τραπεζικό τομέα για αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού της χώρας». Μόνο που οι τράπεζες, αφενός είναι ο αιμοδότης με κεφάλαια των άλλων τομέων της καπιταλιστικής οικονομίας, αφετέρου είναι οι ίδιες συμμέτοχες σε μονοπωλιακούς ομίλους διαφόρων τομέων της οικονομίας. Και έτσι έχουν την «πρωτοκαθεδρία» στην καπιταλιστική οικονομία.