Δραματοποίηση, έμμεσοι εκβιασμοί, αυταπάτες συνθέτουν την καλοδουλεμένη προπαγανδιστική γραμμή της κυβέρνησης, που αποσκοπεί να κάνει το λαό χειροκροτητή ή τουλάχιστον απαθή αποδέκτη νέων αντιλαϊκών δεσμεύσεων, όπου με βεβαιότητα θα καταλήξει με το έναν ή τον άλλον τρόπο η διαπραγμάτευση κυβέρνησης - δανειστών.
Η δημοσιοποίηση της πρότασης της ΕΕ για συμφωνία στις αρχές της βδομάδας αποτέλεσε το «πράσινο φως» για στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, που έσπευσαν να την καταγγείλουν σαν κατά πολύ πιο επώδυνη από το mail Χαρδούβελη, σαν πρόταση που δεν μπορεί και δεν θα γίνει αποδεκτή. Ο κουρνιαχτός των αντιδράσεων άφησε να περάσει σε δεύτερο πλάνο το κυβερνητικό σχέδιο για συμφωνία, που βρίθει αντιλαϊκών μέτρων. Ακόμα παραπέρα, σχεδόν το εξωράισε, παρουσιάζοντάς το σαν «όαση» μπροστά στην «κόλαση» των προτάσεων των δανειστών! Ακόμα και όσοι μέχρι χτες είχαν για «παντιέρα» το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που δεν συνιστά δα και κανένα φιλολαϊκό πρόγραμμα, την υπέστειλαν για να υπερασπιστούν την πρόταση της κυβέρνησης απέναντι σ' αυτή της ΕΕ!
Στο πλαίσιο αυτό, ήταν χαρακτηριστική η παρουσία του πρωθυπουργού το βράδυ της Παρασκευής στη Βουλή. Ο Αλ. Τσίπρας σκιαγράφησε με τα πλέον μελανά χρώματα την πρόταση της ΕΕ, χαρακτηρίζοντάς την «παράλογη» και «εξοντωτική» για το λαό, ενώ ταυτοχρόνως αντιπαρέβαλε την κυβερνητική πρόταση ως το αντίθετό της. Εντούτοις, αδυνατώντας και πάλι να κρύψει το αντιλαϊκό της περιεχόμενο, ισχυρίστηκε ότι αυτή αποτελεί τον «κοινό τόπο των διαπραγματεύσεων», την «έμπρακτη απόδειξη της αφοσίωσής μας στην ευρωπαϊκή ιδέα και της διάθεσής μας για έναν συμβιβασμό» και δεν αποτυπώνει τάχα θέσεις της κυβέρνησης.
Απέναντι στο κεφάλαιο εμφανίστηκε καθησυχαστικός ότι δεν θα υπάρξει συμφωνία που να μη διασφαλίζει χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, διευθέτηση του χρέους και γενναίο επενδυτικό πρόγραμμα, παράμετροι απαραίτητες για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Ο πρωθυπουργός δεν έκρυψε την επιδίωξη της κυβέρνησης να αποσπάσει τη συναίνεση, ή τουλάχιστον τη λαϊκή ανοχή, στα όσα αντιλαϊκά έρχονται, με εκβιασμούς ότι αν δεν συμβεί αυτό τότε καραδοκούν τα χειρότερα, με φρούδες ελπίδες ότι αν συναινέσει τώρα θα ανταμειφθεί μελλοντικά και με καλλιέργεια εφησυχασμού προτρέποντάς τον να είναι «υπερήφανος» (!) και «ήσυχος» γιατί, τάχα, «η κυβέρνηση δεν θα λυγίσει σε παράλογες απαιτήσεις» και γιατί«η αντοχή θα φέρει καρπούς».
Της πρωθυπουργικής παρέμβασης είχε προηγηθεί ένα μπαράζ δηλώσεων κυβερνητικών και κομματικών παραγόντων, που έδιναν το στίγμα της προπαγάνδας με την οποία θα επιχειρηθεί να χειραγωγηθεί ο λαός.
«Είναι άλλο να πάρεις κάποια μέτρα που είναι προσωρινά επώδυνα και άλλο να δεχτείς το πακέτο των μέτρων των δανειστών, που ουσιαστικά θα μας βάλει σε ακόμα χειρότερη υφεσιακή τροχιά», ισχυριζόταν, για παράδειγμα, ο αναπληρωτής υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Γ. Κατρούγκαλος, την Παρασκευή.
«Είναι ένα κείμενο το οποίο αποτελεί απόρροια συμβιβασμού κατόπιν πολύμηνων συζητήσεων με τους θεσμούς. Είναι μια πρόταση της κυβέρνησης κατ' ελάχιστον προκειμένου να βρεθεί μια επωφελής συμφωνία για την ελληνική πλευρά», δήλωσε ο Π. Λαφαζάνης.
Απαντες, υπουργοί όπως ο Ν. Βούτσης και ο Π. Λαφαζάνης, ευρωβουλευτές όπως ο Δ. Παπαδημούλης και ο Κ. Χρυσόγονος, βουλευτές όπως οι Ν. Φίλης, Ρ. Μακρή, Αλ. Μητρόπουλος, στελέχη του κόμματος όπως οι Τ. Κορωνάκης και Ρ. Σβίγγου, κατέληγαν, προτάσσοντας το κυβερνητικό σχέδιο, να αξιώνουν απ' το λαό στήριξή του με οποιονδήποτε τρόπο, αν χρειαστεί και μέσω εκλογών ή δημοψηφίσματος, παρουσιάζοντας τη στοίχιση πίσω απ' την κυβέρνηση και τις προτάσεις της, που μειώνουν κι άλλο το ισχνό λαϊκό εισόδημα και τα ελάχιστα εναπομείναντα δικαιώματα, σαν «πατριωτικό καθήκον» του!
Εκλογές μπορεί να γίνουν, δήλωνε π.χ. ο Ν. Βούτσης, αλλά «για ενίσχυση εντολής για συμφωνία ρεαλισμού, όχι για ρήξη».
Επαυξάνοντας ο ευρωβουλευτής Κ. Χρυσόγονος πρόσθετε ότι «θα ήταν εκτός των ορίων της λαϊκής εντολής να υπογράψουμε τέτοια πράγματα και να τα εφαρμόσουμε. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν έχουμε και λαϊκή εντολή για ρήξη (...) Αν έστω και την τελευταία στιγμή υπάρξουν γενναίες εκπτώσεις εκ μέρους των δανειστών και στις απαιτήσεις τους και έρθει σε έναν λογαριασμό το πράγμα, έχει καλώς. Αν όχι, θα πρέπει να υπάρξει αναβάπτιση στη λαϊκή εντολή».
Ο Δ. Παπαδημούλης δήλωνε ότι «αυτή την ώρα χρειάζεται η μέγιστη δυνατή στήριξη στην προσπάθεια που κάνει η κυβέρνηση, με αιχμή τον πρωθυπουργό, να πετύχουμε μέσα από μια σκληρή διαπραγμάτευση την καλύτερη δυνατή συμφωνία για τη χώρα». Κι αναγόρευε από κοινού με τον Γ. Μιχελογιαννάκη, αλλά και τον Τ. Κορωνάκη μια τέτοια στάση σε «πατριωτικό καθήκον».
Ορισμένοι δε, όπως ο Ν. Φίλης, έφταναν να διατυπώνουν εκ των προτέρων τα κάλπικα διλήμματα μιας εκλογικής αναμέτρησης, εφόσον υπάρξει, υποστηρίζοντας ότι θα ζητηθεί «ισχυροποίηση της λαϊκής εντολής, για να συνεχίσουμε τη διαπραγμάτευση για μια αμοιβαία επωφελή συμφωνία (...) Αν π.χ. πάρει 45% η κυβέρνηση στις εκλογές, με άλλο κύρος πηγαίνει στη διαπραγμάτευση».
Κι ενώ γινόταν ολοένα και πιο φανερό ότι τα δύο σχέδια αποτελούν τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη για το λαό και τα δικαιώματά του, στελέχη της κυβέρνησης, προερχόμενα μάλιστα απ' την «Αριστερή Πλατφόρμα», όπως οι Δ. Στρατούλης και Π. Λαφαζάνης, καθησύχαζαν το λαό ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αποδεχθεί τα μέτρα που προτείνουν οι δανειστές, κι ας μη διαφοροποιείται παρά ελάχιστα η κυβερνητική αντιπρόταση.
Η εξέλιξη αυτή, βεβαίως, πρέπει να αξιοποιηθεί για να βγουν συμπεράσματα και για όσους εμφανίζονται ως η «αριστερή αντιπολίτευση» εντός ΣΥΡΙΖΑ.
Δούναι και λαβείν στην πλάτη του λαού
Κάπως έτσι έφτασε την Παρασκευή η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ να εκδώσει ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία: «Οι απαιτήσεις των δανειστών είναι προκλητικές και δεν γίνονται αποδεκτές. Η επιμονή τους να εφαρμόσουν το πρόγραμμα της κυβέρνησης Σαμαρά θα πέσει στο κενό. Προσκρούει στην κοινή λογική, αλλά και στην εντολή του ελληνικού λαού για υπέρβαση της λιτότητας και επαναφορά της αξιοπρέπειας και της δημοκρατίας. Σύμμαχός μας είναι ο ελληνικός λαός, σε αυτόν απολογούμαστε και από αυτόν αντλούμε δύναμη και έμπνευση για τις μάχες που έρχονται».
Είχε προηγηθεί ο γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Τ. Κορωνάκης, ο οποίος σε συνέντευξή του δήλωσε: «Αυτή τη στιγμή η διαπραγμάτευση συνεχίζεται, η ελληνική πρόταση είναι πάνω στο τραπέζι. Εκτιμούμε ότι είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση (...) Και διευκρινίζω ότι η πρόταση που καταθέσαμε είναι με βάση την πορεία των διαπραγματεύσεων τέσσερις μήνες τώρα και όχι η πρόταση που θα ήθελε να καταθέσει η ελληνική κυβέρνηση, γιατί τότε απλά θα καταθέταμε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης. Κάτι που δεν συνέβη από την άλλη πλευρά. Για να συζητήσουμε πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι η δική μας πρόταση είναι η μόνη βάση συζήτησης. Αυτό είναι το δικό μας αίτημα σε αυτή τη φάση της διαπραγμάτευσης».
Στη συνέχεια, ο Τ. Κορωνάκης επιχείρησε να εξωραΐσει την πρόταση αυτή, υποστηρίζοντας: «Η πρόταση που καταθέσαμε δεν είναι μια πρόταση με βάση τις διαθέσεις της ελληνικής πλευράς. Παρ' όλα αυτά είναι μια πρόταση οριακή, έχει όμως πάρα πολλά στοιχεία που μας διαφοροποιούν από το προηγούμενο καθεστώς που μέχρι σήμερα εφαρμοζόταν. Αλλάζει το ποιος θα επωμιστεί το βάρος των μέτρων».
Αλήθεια, ποιος θα επωμιστεί τη διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, την αύξηση του ΦΠΑ, τη διατήρηση της εισφοράς αλληλεγγύης, τις ιδιωτικοποιήσεις, το μαχαίρι στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις; Δεν υπάρχει δεύτερη απάντηση σε αυτό το ερώτημα: Οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, δηλαδή όσοι πλήρωναν μέχρι σήμερα.
Αμέσως μετά ο Τ. Κορωνάκης πέρασε στις αυταπάτες, ισχυριζόμενος ότι ο λαός θα δώσει το κατιτίς αλλά θα εισπράξει κιόλας! Τέτοια πρεμούρα έχουν να αποσπάσουν τη λαϊκή συναίνεση, που έφτασε να τάζει 10 δισ. που τάχα θα εξοικονομηθούν απ' τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, σαν «αντίδωρο» για όσα θα «ξαφρίσουν» απ' τη λαϊκή τσέπη μέσω της αύξησης του ΦΠΑ.
Είπε: «Οι αλλαγές με αυξήσεις στο ΦΠΑ είναι μια αρνητική εξέλιξη για εμάς. Γιατί ο ΦΠΑ είναι ένας οριζόντιος φόρος και χτυπάει όλα τα στρώματα με τον ίδιο τρόπο. Και γι' αυτό είναι ένας άδικος φόρος. Από εκεί και πέρα, όμως, εμείς προσπαθούμε, και τα έχουμε στην πρότασή μας, να μειωθεί για τα φάρμακα έστω και από το 6,5% στο 6%, για την Ενέργεια να πάει από το 13% στο 11% και αυτό σημαίνει ότι θα διευκολύνονται τα λαϊκά νοικοκυριά. Μια σειρά από τρόφιμα να πάνε στο 11%. Υπάρχουν αλλαγές και ανάσες που δίνονται στην οικονομία (...) Λέω, όμως, ότι για εμάς ο ΦΠΑ με αυξήσεις είναι αρνητική εξέλιξη. Αλλά δίνουμε το ΦΠΑ για να πάρουμε τη βιώσιμη λύση για τα επόμενα χρόνια, δηλαδή τη διευθέτηση του χρέους ή τα χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα».
Δεν λέει, όμως, ο κ. Κορωνάκης ότι δίνουν το ΦΠΑ φορτώνοντας νέα βάρη στο λαό για να πάρουν διευθέτηση του χρέους και χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, από τα οποία θα ωφεληθούν οι επιχειρηματικοί όμιλοι, το κεφάλαιο στην ενίσχυση των επενδυτικών τους σχεδίων...