Φυσικά, δεν είναι αποκαλυπτική μόνο η συγκεκριμένη πρόταση. Ολα όσα προηγήθηκαν, τόσο στην προεκλογική περίοδο όσο και στους πρώτους μήνες της νέας διακυβέρνησης, αναδεικνύουν την επιχείρηση εξαπάτησης του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος «θα βαρούσε τα νταούλια για να χορεύουν οι αγορές» και θα έσκιζε τα μνημόνια. Βοηθούν να κατανοηθεί ότι το τρένο του αστικού κράτους κινείται σταθερά στις ράγες της άρχουσας τάξης, υπηρετεί τους στόχους της, όσοι «μηχανοδηγοί» και αν αλλάξουν.
Το παραμύθι μιας ανώδυνης φιλολαϊκής λύσης, χωρίς σύγκρουση και ρήξη με τον πραγματικό αντίπαλο, το κεφάλαιο, την άρχουσα τάξη και την ΕΕ που την στηρίζει, ακούγεται φυσικά ευχάριστα. Ομως, πρόκειται για πολιτική εξαπάτηση. Λύση που να διασφαλίζει ότι θα έχουμε και «την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο» πολύ απλά δεν υπάρχει. Οποιος αποδέχεται τους στόχους και τις αρχές λειτουργίας της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της ΕΕ, όποιος δεσμεύεται να υπηρετεί την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων, αυτός θα θυσιάσει τις ανάγκες του λαού, όπως και αν αυτοαποκαλείται, «αριστερός», «αντιμνημονιακός» ή «πατριώτης».
Η αντιλαϊκή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ
Ηδη απ' την προεκλογική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εκπαιδεύσει τους εργαζόμενους ώστε να θεωρήσουν ως «περασμένα - ξεχασμένα» όσα έχασαν την περίοδο της κρίσης. Τώρα, προχωρά με δική του πρόταση στην επιβολή νέων αντιλαϊκών μέτρων, που τα παρουσιάζει θρασύτατα ως «έντιμο και αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό». Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων:
Στη φορολογική πολιτική
Προτείνει νέα επιβάρυνση ύψους 1 δισ. ευρώ από αυξήσεις στην άδικη έμμεση φορολογία, στο ΦΠΑ, που περιλαμβάνει συντελεστή 23% για τα βιομηχανικά επεξεργασμένα τρόφιμα, απ' τα μακαρόνια ως τις μαρμελάδες και τα κατεψυγμένα θαλασσινά.
Διατηρεί τον ΕΝΦΙΑ και το χαράτσι της «εισφοράς αλληλεγγύης» για το 2015 και το 2016 για μισθωτούς και συνταξιούχους.
Στις ιδιωτικοποιήσεις
Προτείνει την ολοκλήρωση των μέχρι σήμερα ιδιωτικοποιήσεων και νέες ιδιωτικοποιήσεις που αφορούν τα λιμάνια (ΟΛΠ, ΟΛΘ κ.λπ.), τα περιφερειακά αεροδρόμια, τον ΔΕΣΦΑ, την ΤΡΑΙΝΟΣΕ κ.ά., με άμεσα προσδοκώμενα έσοδα 3,18 δισ. ευρώ τη διετία 2015 - 2016.
Στο Ασφαλιστικό
Προχωρά το σχέδιο των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων για ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων, που θα οδηγήσει σε συμπίεση προς τα κάτω του συνόλου των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Ταυτόχρονα, προωθεί τη σταδιακή αύξηση του ορίου των πρόωρων συντάξεων στα 62 έτη και αποδέχεται τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για τα επικουρικά ταμεία, δηλαδή το ψαλίδι στις επικουρικές συντάξεις, με αίτημα την αναστολή εφαρμογής του μέτρου για το 2015 και το 2016.
Στις εργασιακές σχέσεις - μισθούς
Θέτει ως πλαίσιο τις υφιστάμενες ρυθμίσεις και σύγχρονες πρακτικές των χωρών της ΕΕ, δηλαδή την κόλαση των ελαστικών, ευέλικτων εργασιακών σχέσεων. Φυσικά, δεν υπάρχει αναφορά στην επαναφορά των τεράστιων απωλειών της εσωτερικής υποτίμησης για τους μισθωτούς.
Για τα δημοσιονομικά μεγέθη και το κρατικό χρέος
Αποδέχεται τη δημοσιονομική πειθαρχία σε βάρος του λαού, με δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα που μετά το 2017 θα ανέλθουν απ' το 1,5% στο 3,5%. Η όποια άμεση μικρή μείωση του ύψους για τη διετία 2015 - 2016, σε συνδυασμό με τις ανάγκες εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους, θα συνοδευθεί με νέα δανειακή σύμβαση.
Σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους εστιάζει στα ομόλογα ύψους 27 δισ. ευρώ που διαθέτει η ΕΚΤ, προτείνοντας νέο δάνειο απ' τον ESM μεγάλου χρονικού διαστήματος, 30 ετών. Για το ΔΝΤ δεν κάνει λόγο για «κούρεμα», αλλά δεσμεύεται για την καταβολή του 50% μέχρι το Μάη του 2016.
Δεν χρειάζεται μια πιο λεπτομερής εξέταση για να αντιληφθεί κανείς ότι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται και εξειδικεύει τις βασικές αντιλαϊκές κατευθύνσεις που εφαρμόζονται σ' όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, από όλες τις αστικές κυβερνήσεις.
Πίσω απ' τη σκληρή στάση των δανειστών
Οπως ήταν αναμενόμενο, η πλευρά της ΕΕ και του ΔΝΤ, μετά την περιβόητη «σύσκεψη των πέντε», εμφανίσθηκε με ακόμα μεγαλύτερες απαιτήσεις νέων λαϊκών θυσιών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει παρουσιάσει (όσο γράφονται αυτές οι γραμμές), με επίσημο τρόπο, ένα πλήρες κείμενο των δανειστών. Εκανε απλά αποσπασματικές αναφορές σε υπερβολικές απαιτήσεις, για κατάργηση του ΕΚΑΣ και για αύξηση της έμμεσης φορολογίας στο ηλεκτρικό ρεύμα. Ωστόσο, η αδιάλλακτη στάση της ΕΕ και του ΔΝΤ εξυπηρετεί πολλαπλά την προσπάθεια να αποδεχθεί ο λαός τους νέους όρους σφαγής του. Βοηθά την κυβέρνηση να εμφανίζει ως «το μικρότερο κακό» τη δική της πρόταση. Εξυπηρετεί τη μεθόδευση να υπάρξει νέα προσθήκη, ακόμα περισσότερων αντιλαϊκών μέτρων και να παρουσιαστεί η πιθανή συμφωνία ως ο καλύτερος δυνατός συμβιβασμός, μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα να ζητήσει η κυβέρνηση νέα προσφυγή στις κάλπες, ώστε η διαπραγμάτευση να κλείσει με νωπή λαϊκή εντολή. Συμπληρώνει το κάλπικο δίλημμα, κρατική χρεοκοπία και προσωρινή έξοδος απ' την Ευρωζώνη ή αποδοχή της σκληρής αντιλαϊκής συμφωνίας, ώστε να αποδεχθεί ο λαός να συνεχίσει να βαδίζει στο σημερινό αδιέξοδο δρόμο της ανασφάλειας, της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης. Η αποδοχή της συμφωνίας σε οποιαδήποτε μορφή της θα ανοίξει το δρόμο για να συνεχιστούν τα εκβιαστικά διλήμματα και η επιβολή νέων αντιλαϊκών μέτρων χωρίς λαϊκή αντίσταση. Φυσικά, δεν πρόκειται για εικονική διαπραγμάτευση με μοναδικό στόχο να αποπροσανατολιστεί ο λαός.
Η πραγματική διαπραγμάτευση
Οπως έχουμε τονίσει, η διαπραγμάτευση για τη σχετική χαλάρωση της αυστηρής περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, που αφορά το ύψος των ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων και την αναδιάρθρωση του κρατικού χρέους, συνδέεται αναπόσπαστα και θα εξαρτηθεί απ' τη γενικότερη ενδοαστική διαπάλη για το μέλλον της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Η διαπάλη οξύνεται στη βάση της παρατεταμένης δυσκολίας να σταθεροποιηθεί η πορεία ανάκαμψης της Ευρωζώνης καθώς και της σημαντικής ανισομετρίας που καταγράφεται στο σκληρό πυρήνα της, με την αυξανόμενη υπεροχή της Γερμανίας έναντι της Ιταλίας και της Γαλλίας.
Στην ΕΕ υπάρχει πλέον επίσημη συζήτηση για την επανεξέταση του σχεδίου οικονομικής διακυβέρνησης, την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και την άμεση βελτίωση της ευελιξίας των κανόνων εφαρμογής του στις διάφορες χώρες. Δεν πρόκειται για φιλολαϊκές, ριζοσπαστικές προτάσεις, αλλά για ενδοαστική διαπάλη για τον επιμερισμό κερδών και ζημιών μετά την εκδήλωση της κρίσης το 2009.
Αστικές κυβερνήσεις και πολιτικές δυνάμεις, με τη στήριξη των ΗΠΑ, πιέζουν τη Γερμανία για χαλάρωση της περιοριστικής πολιτικής, ενίσχυση της χρηματοδότησης δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και για μεγαλύτερη συμβολή (μέσω ΕΚΤ) στη διαχείριση του προβλήματος των υπερχρεωμένων κρατών της Ευρωζώνης. Η απαίτηση του ΔΝΤ για επανεξέταση των όρων αποπληρωμής του ελληνικού κρατικού χρέους εντάσσεται σ' αυτή τη διαπάλη.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο κατατίθεται και το νέο γαλλογερμανικό σχέδιο εμβάθυνσης της Ευρωζώνης, που προβλέπει διεύρυνση του πεδίου δράσης του Γιούρογκρουπ, με ενίσχυση των εξουσιών του προέδρου του και των πόρων του, δημιουργία ειδικών δομών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και περισσότερων υποχρεωτικών κανόνων για τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης. Ηδη έχει εγκριθεί από το 2011 ως διακρατική συμφωνία η Δημοσιονομική Συνθήκη, που προβλέπει μηδενικό ετήσιο έλλειμμα για τα κράτη της Ευρωζώνης, σε αντίθεση με το όριο του 3% για τις χώρες της ΕΕ.
Στην ουσία, η ελληνική περίπτωση αποκτά το χαρακτήρα της αιχμής πίεσης και του «πειράματος» στο πλαίσιο αυτής της σύνθετης ενδοϊμπεριαλιστικής διαπάλης.
Πρόκειται, σε τελευταία ανάλυση, για διαπάλη σχετικά με την εξοικονόμηση κοινοτικών πόρων που θα στηρίξουν την καπιταλιστική ανάπτυξη και όχι μέτρα κοινωνικής πολιτικής για την πραγματική ανακούφιση των λαών.
Η άσφαιρη αντιπαράθεση
Την ίδια στιγμή, στο κυβερνητικό στρατόπεδο δυναμώνουν οι φωνές κριτικής σχετικά με τους χειρισμούς της διαπραγμάτευσης. Λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά εμφανίζονται μια σειρά από «θεματοφύλακες» των προεκλογικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ (Λαφαζάνης, Κωνσταντοπούλου, ακόμα και ο Βαρουφάκης, που ήταν υπεύθυνος για τη διαπραγμάτευση).
Η βάση της κριτικής τους αφορά την τήρηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης και τη διασφάλιση δέσμευσης απ' τους δανειστές σχετικά με την ευνοϊκότερη ρύθμιση της αποπληρωμής του ελληνικού κρατικού χρέους.
Το ίδιο το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης οδηγούσε στη μείωση των απαιτήσεων και της μαχητικότητας του λαού. Στόχευε σε ορισμένα στοιχειώδη μέτρα ανακούφισης των ομάδων ακραίας φτώχειας, χωρίς καμιά ουσιαστική επιβάρυνση για το μεγάλο κεφάλαιο. Στην ουσία, οι μισθωτοί και οι αυτοαπασχολούμενοι θα πλήρωναν ξανά για την επιβίωση των ακόμα φτωχότερων και απόλυτα εξαθλιωμένων. Δεν ήταν κάποιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Φυσικά, ακόμα και αυτές οι στοιχειώδεις προεκλογικές δεσμεύσεις για τις 100 πρώτες μέρες, μετατέθηκαν σε χρονικό ορίζοντα τετραετίας και ακυρώθηκαν στην πράξη (άμεση αύξηση αφορολόγητου στα 12.000 ευρώ, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, 13η σύνταξη, αύξηση κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, νομοθετική κατοχύρωση της κυριακάτικης αργίας κ.λπ.).
Η υπεράσπιση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης συμπληρώνεται απ' την πρόταση του «Αριστερού Ρεύματος» για έξοδο απ' την Ευρωζώνη. Ωστόσο, η καπιταλιστική Ελλάδα της δραχμής δεν είναι ούτε ριζοσπαστική επιλογή, ούτε συνιστά ρήξη προς όφελος του λαού. Ακόμα και εάν ένα μέρος των επιχειρηματικών ομίλων με εξαγωγικό προσανατολισμό ωφεληθεί από την υποτίμηση του νομίσματος, ο λαός θα κληθεί σε νέες θυσίες για να θωρακισθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχώριων ομίλων. Ο λαός θα πληρώσει τις συνέπειες της αύξησης του πληθωρισμού. Αρκεί να σκεφτεί κανείς αν ωφελήθηκαν τα λαϊκά στρώματα απ' τη μεταβολή της ισοτιμίας ευρώ - δολαρίου, απ' την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία τρία χρόνια, απ' το προηγούμενο «κούρεμα» του ελληνικού κρατικού χρέους.
Ρήξη με το κεφάλαιο, την ΕΕ και την εξουσία τους
Οποια και αν είναι η προσωρινή κατάληξη της διαπραγμάτευσης, ο λαός θα βρεθεί χαμένος αν παραμείνει παθητικός θεατής ή ενεργός υποστηρικτής των στόχων της εγχώριας αστικής τάξης.
Η συμφωνία που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση αποδεικνύει ότι ακόμα και αν διασφαλιστεί ενισχυμένη κοινοτική χρηματοδότηση, αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί σε ανάκτηση των απωλειών του λαού, αλλά σε κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης. Ακόμα και αν σταθεροποιηθεί η πορεία καπιταλιστικής ανάκαμψης, αυτή θα βαδίζει χέρι χέρι με νέες αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις.
Μόνο αν το κίνημα ανασυνταχθεί και σημαδέψει τον πραγματικό αντίπαλο, την άρχουσα τάξη και την ΕΕ που την στηρίζει, μπορεί να υπάρξει ελπιδοφόρα προοπτική για το λαό. Μόνο η γραμμή σύγκρουσης και ρήξης με τα μονοπώλια, το κεφάλαιο, η οποία φωτίζει την αναγκαιότητα και το δρόμο της εργατικής - λαϊκής εξουσίας και προετοιμάζει τη λαϊκή αντεπίθεση, αποτελεί ρεαλιστική διέξοδο για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Γι' αυτό πρέπει άμεσα και αποφασιστικά να συνεχίσουμε την προσπάθεια για να αυξηθούν και να ενισχυθούν οι πρωτοπόρες εστίες αντίστασης σε κάθε χώρο δουλειάς, κάθε κλάδο, κάθε γειτονιά. Να απαντήσουμε αγωνιστικά, μαχητικά στην κυβερνητική επιλογή επιβολής ενός νέου αντιλαϊκού μνημονίου. Να μην υπάρξει καμιά ανοχή απ' το λαό. Η συγκυρία, η στιγμή προσφέρεται για να βγάλουν συμπεράσματα πλατύτερα λαϊκά στρώματα απ' την ίδια τους την πείρα για να συμπορευθούν με το ΚΚΕ. Να μην αφήσουμε να χαθεί αυτή η ευκαιρία.
Του Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ