Το τελευταίο χρονικό διάστημα η αστική προπαγάνδα, μετά από μία έντονη αντιμνημονιακή και αντιτροϊκανή ρητορεία, εμφανίζεται πιο διαλλακτική απέναντι στο ζήτημα που έχει ανακύψει με την υπόθεση της κάλυψης του δημοσιονομικού και χρηματοδοτικού κενού και τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης. Να θυμίσουμε ότι πριν τρεις βδομάδες ο αστικός Τύπος έγραφε περίπου τα εξής: «Θα ήταν μεγάλο λάθος να ερμηνεύσει η κυβέρνηση το συντριπτικό αίτημα σταθερότητας που προκύπτει από όλες τις δημοσκοπήσεις ως μήνυμα έγκρισης ή αποδοχής της πολιτικής της. Δεν είναι παρά μια εκδήλωση ανοχής και υπομονής. Αλλά όταν η ανοχή μιας κοινωνίας εξαντλείται, τότε το οικονομικό πρόβλημα μετατρέπεται σε πολιτικό. Δεν υπάρχει περίπτωση νέου Μνημονίου. Δεν θα διαλύσουμε τη χώρα».
Ηταν οι μέρες που η κυβέρνηση διατυμπάνιζε σε όλους τους τόνους για την επιτυχία του πρωτογενούς πλεονάσματος, μέρος του οποίου μάλιστα έχει υποσχεθεί να μοιράσει στις λεγόμενες από τους αστούς «ευπαθείς ομάδες». Αυτή θεωρήθηκε η βασική αιτία, μαζί βεβαίως με όλα τα αντεργατικά αντιλαϊκά μέτρα που έχουν ως τώρα νομοθετηθεί και εφαρμόζονται, για το ότι δε θα χρειάζονται νέα μέτρα. Αυτό άλλωστε προβλεπόταν από την απόφαση του Eurogroup του 2012. Ετσι άρχισε και η προπαγάνδα των «κόκκινων γραμμών» της κυβέρνησης, ότι είναι έτοιμη να πει στην τρόικα ως «εδώ και μη παρέκει», με τη στήριξη μάλιστα αρκετών αστικών ΜΜΕ κλπ.
Τις τελευταίες ημέρες, τα ίδια τα αστικά ΜΜΕ που το έπαιζαν «αντιμνημονιακά», άρχισαν να «λένε» στην κυβέρνηση ότι καλώς προχώρησε στην προπαγάνδα περί «κόκκινων γραμμών», ότι ήταν βολική και λόγω ευρωεκλογών, αλλά ότι πρέπει τώρα να ρίξει τους τόνους και να αντιμετωπίσει με νηφαλιότητα τις διαπραγματεύσεις διότι, αφ' ενός, τα λεφτά τα δίνουν οι εταίροι και οι δανειστές, αφ' ετέρου, ευρωεκλογές έχουν και οι άλλες χώρες της ΕΕ. Εκλογές θα γίνουν και στη Γερμανία γράφουν, στην οποία μάλιστα το «ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού» μεγαλώνει. Σημειώνουν ότι χωρίς λήψη μέτρων οι κυβερνήσεις των άλλων κρατών θα δυσκολευτούν να δικαιολογήσουν τη βοήθεια στους λαούς τους, πράγμα που θα δυναμώσει τον ευρωσκεπτικισμό.
Τι είναι όμως το «ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού», που στη Γερμανία εκφράζεται από το κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία», ή κόμμα του μάρκου, ένα κόμμα που οργανώθηκε από μεγαλοεπιχειρηματίες, στη Γαλλία εκφράζεται από το «Εθνικό Μέτωπο» της Λεπέν, σε άλλες χώρες από κόμματα επιχειρηματιών, ακροδεξιά, ενθικιστικά κόμματα; Είναι πολιτική που πράγματι σε σχέση με την Ευρωζώνη και την ΕΕ εκφράζει μια τάση «εθνικής αναδίπλωσης», με βασικό χαρακτηριστικό την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, χωρίς να αμφισβητεί την καπιταλισμό στην κάθε χώρα και βεβαίως τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ, αιχμή στην προπαγάνδα τους είναι ο εθνικισμός. Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι της εμφάνισης και ενίσχυσης αυτού του ρεύματος στα κράτη μέλη της ΕΕ. Ο ένας αφορά τα συμφέροντα τμημάτων του κεφαλαίου στο εσωτερικό κρατών που νιώθουν να θίγονται από τη συμμετοχή της χώρας τους στην Ευρωζώνη, διεκδικούν άλλους όρους διαπραγμάτευσης στο εσωτερικό της ΕΕ, ενώ τμήματά τους έχουν συνδεθεί με αντίστοιχα τμήματα του κεφαλαίου άλλων κρατών που βρίσκονται σε ανταγωνιστική θέση με την ΕΕ. Ο δεύτερος αφορά το γεγονός ότι έχει ξεθωριάσει η ΕΕ, η Ευρωζώνη, στη συνείδηση μεγάλων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων, αφού η ίδια τους η πείρα από τη συμμετοχή των χωρών τους στην Ευρωζώνη και το κοινό νόμισμα, είναι αρνητική, τους έχει φέρει μεγαλύτερη φτώχεια, ανεργία, σχετική και απόλυτη εξαθλίωση. Το «ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού» πασχίζει να εγκλωβίσει αυτές τις λαϊκές δυνάμεις σε μια παραλλαγή της πολιτικής διαιώνισης του καπιταλισμού. Βεβαίως, δεν εκφράζει αντίθεση στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Είναι όμως μια υπαρκτή ενδοαστική αντίθεση, που δυσκολεύει την πορεία της Ευρωζώνης και της ΕΕ, στο εσωτερικό της οποίας δε λείπουν, ίσα ίσα οξύνονται οι ανταγωνισμοί.
Η στροφή
Προς τι όμως η προβολή του «ευρωσκεπτικισμού» ως, λίγο πολύ, «μπαμπούλα»; Είναι γεγονός ότι ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου συνυπάρχει με τον εθνικισμό και εκφράζεται με διάφορες παραλλαγές. Ο κοσμοπολιτισμός του είναι αναγκαίος λόγω της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, της παγκόσμιας αγοράς, που συμβάλλει στην ικανοποίηση των συμφερόντων, δηλαδή των κερδών του κεφαλαίου με τις εξαγωγές κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Στην Ευρώπη η διεθνοποίηση εκφράζεται και με την ΕΕ, την Ευρωζώνη και το κοινό νόμισμα, την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, με πιο πρόσφατο τη συζήτηση και έγκριση των κρατικών προϋπολογισμών στην Κομισιόν. Βεβαίως, ο εθνικισμός συνυπάρχει με τον κοσμοπολιτισμό, αφού οι στρατηγικές επιλογές των αστικών τάξεων για την ενίσχυση της αναπαραγωγής της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι «εθνικό ζήτημα» (π.χ. εθνικός στόχος ήταν η συμμετοχή στο ευρώ, εθνικό ζήτημα και τα μνημόνια). Ομως όταν οι ανταγωνισμοί οξύνονται, ή όταν τα συμφέροντά τους θίγονται από την πολιτική στην Ευρωζώνη (για παράδειγμα ο ΣΕΒ μιλά κατ' επανάληψη ενάντια στο μνημόνιο, απαιτώντας «εθνική πολιτική ανάπτυξης») τότε ο εθνικισμός εκδηλώνεται και με πιο «καθαρή» μορφή.
Γιατί λοιπόν ενώ μια σειρά ΜΜΕ ήταν λάβροι ενάντια στην τρόικα τώρα με επιχείρημα τον «ευρωσκεπτικισμό» οι ίδιοι λένε στην κυβέρνηση να διαπραγματευτεί χωρίς «κόντρες»; Οι αστοί στην Ελλάδα πράγματι βιάζονται να κάνουν επενδύσεις. Αλλά αυτές χρειάζονται κρατική ενίσχυση και χρήμα. Ξέρουν ότι η βαθιά οικονομική καπιταλιστική κρίση όξυνε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κράτη της Ευρωζώνης και της ΕΕ για το ποιου τα μονοπώλια θα βγουν πιο αλώβητα από την καταστροφική ενέργειά της. Εδώ εκδηλώνονται μια σειρά αντιφάσεις. Το «Βήμα της Κυριακής», γράφει χαρακτηριστικά ότι αν θέλουμε να είμαστε στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχόμαστε τον έλεγχο και τις παρεμβάσεις από τα όργανά τους. Διαφορετικά υπάρχει και ο δρόμος της ρήξης αλλά κανείς (από τους αστούς) δεν τον θέλει. Οι αστοί ξέρουν επίσης πολύ καλά ότι οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούνται με βάση την ισχύ, ότι η Ελλάδα αντικειμενικά λόγω ανισομετρίας, διαπραγματεύεται από τη θέση του υποδεέστερου. Το θέλουν όμως το χρήμα. Και μιλάνε τώρα για σοβαρές διαπραγματεύσεις για το δημοσιονομικό και χρηματοδοτικό κενό. Υποστηρίζουν ότι πρέπει να παρθεί υπόψη από την τρόικα ότι ο λαός πράγματι υποφέρει, αλλά ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για μεγάλες κόντρες.
Ολα αυτά πρέπει να ενδιαφέρουν την εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, αλλά μόνο από τη σκοπιά ότι κάθε επιλογή, κάθε λύση, είναι αντεργατική, αντιλαϊκή και όχι βεβαίως από τη σκοπιά των κυβερνητικών διαπραγματεύσεων προς όφελος του κεφαλαίου. Αυτό το τελευταίο είναι παγίδα. Παγίδα είναι επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί το λαό να τον αναδείξει ως κυβέρνηση με το κριτήριο του ικανότερου διαπραγματευτή (για τα συμφέροντα των αστών και όχι του λαού). Η εργατική τάξη, πρέπει να αντιτάξει σε όλ' αυτά την ταξική ενότητα, τη δράση για την κοινωνική συμμαχία με τους αυτοαπασχολούμενους, τους φτωχούς αγρότες, τη νεολαία και τις γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων διεκδικώντας την ικανοποίηση όλων των αναγκών τους, με αντιμονοπωλιακή, αντικαπιταλιστική γραμμή στο κίνημα και ρότα αντεπίθεσης ανατροπής της εξουσίας των αστών, για την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, την αποδέσμευση από την ΕΕ, τη μονομερή διαγραφή του χρέους, με εργατική, λαϊκή εξουσία. Προϋπόθεση είναι να συμπορευτούν με το ΚΚΕ, να συμβάλουν σε ένα πανίσχυρο ΚΚΕ, στα εργοστάσια, στους τόπους δουλειάς, στους κλάδους, στις λαϊκές γειτονιές, στις πόλεις και στα χωριά, παντού όπου ζουν και δουλεύουν οι άνθρωποι του μόχθου.