Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Η Γαλλία και το βάθος της κρίσης ξανά στο προσκήνιο

 

Τα ροζ σκάνδαλα του Γάλλου Προέδρου, οι αγωνίες των αστών για την κρίση δεν πρέπει να επικαλύψουν την ουσία της φιλομονοπωλιακής πολιτικής, που στέλνει στην ανεργία και την ανέχεια τους εργάτες, όπως τους απεργούς εργάτες της «Πεζό - Σιτροέν», στο στιγμιότυπο από την αγωνιστική κινητοποίησή τους τον περασμένο χρόνο

Αναμφίβολα, αυτό που ξεχωρίζει ως ζήτημα αιχμής για τα αστικά ΜΜΕ έντυπα και ηλεκτρονικά σε όλο τον κόσμο, γιατί έτσι βολεύει και είναι αυτό που λέγεται «πιασάρικο» θέμα, είναι η εντυπωσιοθηρία, με αφορμή τα «ερωτικά» του Γάλλου Προέδρου, Φρανσουά Ολάντ. Ηδη, αρκετές αναλύσεις συνδέουν τις αποκαλύψεις με την όλο και χαμηλότερη δημοτικότητα του Ολάντ, αλλά και τις διεργασίες στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας, όπου τα σημάδια της ύφεσης ανησυχούν όλο και περισσότερο την αστική τάξη, που θέλει να επαινέσει την πολιτική της «εθνικής σύμβασης ευθύνης», που προτείνει ο Ολάντ, και δεν είναι τίποτε άλλο παρά περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και φοροελαφρύνσεις για το κεφάλαιο, αλλά τα ροζ σκάνδαλα και το «τσαλάκωμα» του Προέδρου ξεστρατίζουν την προσοχή.

«Επικρίσεις» για Ολάντ και πραγματικές επιδιώξεις

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φρανσουά Ολάντ δέχεται εδώ και καιρό κριτική για έλλειψη αποφασιστικότητας έναντι των ανταγωνιστών των γαλλικών μονοπωλίων (βλ. γερμανική αστική τάξη). Η συντηρητική εφημερίδα «Les Echos» πρόσφατα σημείωνε: «Ο Ολάντ πολλές φορές εξέθεσε την πολιτική του γραμμή, ειδικά όσον αφορά τη μείωση των ελλειμμάτων και την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων». Αλλά «η διστακτική εφαρμογή αυτής της γραμμής γέννησε αμφιβολίες για την πολιτική θέλησή του. Ειδικότερα, ο κριτικός του λόγος για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς εμφανίστηκε σε αντίθεση με τους στόχους του που έμειναν ωστόσο αυτοί των Βρυξελλών», υπογραμμίζεται σε μια ...κριτική που αντανακλά τη δυσαρέσκεια (τουλάχιστον ορισμένων μερίδων) του γαλλικού κεφαλαίου για το προβάδισμα που έχουν χάσει στην ευρωπαϊκή αγορά, για μια σειρά αναδιαρθρώσεις που μένουν ακόμα να γίνουν για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους (νέες αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις, περικοπές δημόσιων δαπανών κ.τ.λ.).

Ο βρετανικός «Guardian» έγραφε σκωπτικά μέσα στη βδομάδα: «Ο Ολάντ δεν είπε αυτή τη φορά "ουδέν σχόλιον" για την προσωπική του ζωή. Ζητάει, ωστόσο, από το λαό του να ζει και να φέρεται διαφορετικά, να συναινέσει σε μια κοινωνική σύμβαση ευθύνης και να εγκαταλείψει δεκαετίες προσωπικής ικανοποίησης, που αποτελεί κληρονομιά του σοσιαλιστικού κινήματος. Πρέπει να ενωθούν για να απελευθερώσουν την εργασία και να δεχτούν μειώσεις στις δαπάνες. Ορισμένοι θα τον υπερασπιστούν, υποστηρίζοντας ότι είναι ζήτημα λιτότητας και νομοθεσίας. Ο λαός, όμως, έχει λιγότερες πιθανότητες να ανταποκριθεί εάν ο άνδρας που τους ζητάει τις θυσίες αποτελεί περίγελο».

Επιπλέον, η ίδια η χρονική στιγμή των αποκαλύψεων ίσως συνδέεται με σχέδια για αναμόρφωση στο πολιτικό σκηνικό. Πολλοί αναφέρουν, μάλιστα, ότι ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας Ν. Σαρκοζί (που εμφανίζεται έτοιμος να διεκδικήσει την προεδρία ξανά) γνώριζε ότι επρόκειτο να «σκάσει» η ιστορία και προετοίμαζε σχετικά το έδαφος. Ο βρετανικός «Economist» σημειώνει ότι οι αποκαλύψεις για τις σχέσεις του Ολάντ με την Γκαγιέ «έγιναν σε μια χρονική στιγμή "αδέξια"... τέσσερις ακριβώς μέρες πριν τη συνέντευξη Τύπου που παραχωρείται δύο φορές το χρόνο» και ο Ολάντ επρόκειτο να την αξιοποιήσει για να προβάλλει τη «νέα οικονομική του πολιτική». Αλλά «τώρα τα Μέσα μιλούν για κάτι άλλο». «Αυτοί οι ισχυρισμοί δε θα πλήξουν τον κ. Ολάντ με τρόπο που θα έπλητταν έναν Βρετανό ή Αμερικανό ηγέτη. Ωστόσο, για έναν Πρόεδρο του οποίου η δημοτικότητα ήδη κινείται στα χαμηλότερα επίπεδα, σίγουρα δε θα συμβάλει στην ανόρθωση της εξουσίας ή της αξιοπιστίας του».

Ανησυχία για την κρίση

Και ανάμεσα σε όλα αυτά, ξεχωρίζει η ανησυχία για την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης, όπως εκφράζεται χαρακτηριστικά από τους βρετανικούς «Financial Times». Σημειώνεται, με έμφαση: «Πρόκειται για μία εκπληκτική πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εξαιτίας της απουσίας ολοκληρωμένων οικονομικών μεταρρυθμίσεων, η ποιότητα ζωής στην Ευρωζώνη, συγκριτικά με αυτήν στις ΗΠΑ, θα είναι το 2023 χειρότερη από αυτή που ήταν κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Πρόκειται για μια αλγεινή πρόβλεψη, και αυτό για δύο λόγους: Αφ' ενός, διότι είναι σαφές ότι καταρρίπτει τους μύθους που ακούγονται τον τελευταίο καιρό για την οικονομική ανάκαμψη και τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, για την οποία οι ηγέτες της Ευρώπης αλληλοσυγχαίρονται. Αφ' ετέρου, η συγκεκριμένη πρόβλεψη θέτει εν αμφιβόλω τη σημασία που έχει η Ευρώπη στον παγκόσμιο χάρτη, ιδιαίτερα, δε, στη στρατιωτική και οικονομική της συμμαχία με τις ΗΠΑ.

Πριν από 50 χρόνια υπήρχε μια ομολογουμένως σαφής διαφορά ανάμεσα στην ποιότητα ζωής σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Η Ευρώπη ήταν ρημαγμένη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ομως, κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η Γηραιά Ηπειρος άρχισε να προσεγγίζει τις ΗΠΑ και τις δεκαετίες 1980 και 1990 τα επίπεδα κατά κεφαλήν οικονομικής ανάπτυξης ήταν περίπου τα ίδια». Βέβαια την αστική τάξη δεν την πήρε ο πόνος για το βιοτικό επίπεδο το λαών, αυτό που κυρίως τους ανησυχεί είναι ότι η κρίση δεν ξεπερνιέται, η ανάκαμψη είναι αναιμική και αυτό στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία έχει επιπτώσεις σε όλους.

Προβληματισμοί για τη συνοχή της ΕΕ

Η γερμανική «Suddeutsche Zeitung», με αφορμή το σχέδιο έκθεσης της επιτροπής Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την τρόικα μεταφέρει τον προβληματισμό για την εμπλοκή του ΔΝΤ στα ζητήματα της ΕΕ μέσα από τη δήλωση του επικεφαλής της Οτμαρ Κάρας, ο οποίος λέει: «Την εργασία της τρόικας στο μέλλον θα την αναλάβει είτε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μόνο του, είτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή -επίσης μόνη της- είτε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (EΜΣ) θα εξελιχθεί σε κάτι σαν Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο».

Η εφημερίδα κάνει «λόγο για διερεύνηση του πώς ο δημοσιονομικός έλεγχος θα καταστεί πιο διαφανής και δημοκρατικός» και σημειώνει: «Η σχετική απόφαση για το διάδοχο μοντέλο της τρόικας θα ληφθεί το αργότερο το ερχόμενο φθινόπωρο, επισημαίνεται, όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναλάβει την εποπτεία των τραπεζών της Ευρωζώνης. Η τελική απόφαση βρίσκεται πάντως στη δικαιοδοσία των χωρών του ευρώ, καθώς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να υποβάλει μόνο προτάσεις».

Η «Handelsblatt» από την πλευρά της, σε πρωτοσέλιδο άρθρο της διερωτάται: «Ποιος έστειλε την ΕΚΤ στην τρόικα;» και αναφέρεται σε «ερωτηματικά» που προκαλεί η συμμετοχή της ΕΚΤ στα προγράμματα διάσωσης, με αφορμή τις απαντήσεις της Τράπεζας στο ερωτηματολόγιο της επιτροπής Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η ΕΚΤ, σύμφωνα με την εφημερίδα, απάντησε «με ελισσόμενες παρατηρήσεις», σχετικά με το ποιος έλαβε την απόφαση για λογαριασμό της. Προκύπτει δε το ερώτημα, πώς μπορεί η ΕΚΤ, η οποία πρέπει να μεριμνά για σταθερές τιμές, να συμμετέχει σε ένα όργανο που διαπραγματεύεται με τις χώρες που λαμβάνουν δανειακή βοήθεια τους όρους για την παροχή αυτής της βοήθειας;

«Οι απαντήσεις της ΕΚΤ, τις οποίες η Τράπεζα δημοσίευσε, είναι σε σημαντικές πτυχές ασαφείς. Ετσι η ακριβής ερώτηση των βουλευτών για το ποιος αποφάσισε για την ΕΚΤ όσον αφορά τη συμμετοχή της στα προγράμματα βοήθειας απαντάται μόνο με πολλές υπεκφυγές», τονίζει η Handelsblatt. Ο κ. Κάρας, σε δηλώσεις του προς την εφημερίδα, αναφέρει σχετικά: «Η απάντηση της ΕΚΤ δείχνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέτει τις σωστές ερωτήσεις. Η τρόικα ήταν μία λύση ανάγκης που ήταν απαραίτητη και σωστή. Αλλά τώρα χρειαζόμαστε μακροπρόθεσμες λύσεις για το πώς θα σταθεί η τρόικα στο μέλλον σε καθαρές νομικές βάσεις και βασιζόμενη στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο».

Ανατρέχοντας στις διαδικασίες για τη σύσταση της τρόικας και στη συμμετοχή της ΕΚΤ, το ρεπορτάζ αναφέρεται και σε «συζητήσεις που έγιναν τον περασμένο Μάρτιο για το ρόλο της ΕΚΤ, ακόμη και εντός της Τράπεζας», όταν στον Τύπο μεταφερόταν αυξανόμενη δυσαρέσκεια μεταξύ των μελών του Συμβουλίου της ΕΚΤ. «Κεντρικοί τραπεζίτες φοβούνται ότι η ΕΚΤ πλησίασε τις κυβερνήσεις μέσω της διαπραγμάτευσης των όρων διάσωσης και της επιτήρησής τους. "Δεν είναι αρμοδιότητα της Κεντρικής Τράπεζας να θέτει δημοσιονομικούς όρους", όπως επισημάνθηκε ανώνυμα από μέλος του Συμβουλίου», προσθέτει ο δημοσιογράφος και υποστηρίζει ότι η πίεση προς την ΕΚΤ ήταν τόσο μεγάλη που το τότε στέλεχός της Γιεργκ Ασμουσεν αισθάνθηκε αναγκασμένος να δηλώσει ότι η ΕΚΤ δε θα αποχωρήσει από την τρόικα.

Στο δημοσίευμα διευκρινίζεται, πάντως, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει το 2012 ότι η ΕΚΤ δεν υπερβαίνει την εντολή της με το ρόλο της στην τρόικα, εφόσον δραστηριοποιείται συμβουλευτικά. «Επομένως δεν εγείρει ερωτήματα τόσο το ότι η ΕΚΤ έχει για τη συμμετοχή της στην τρόικα μία έξωθεν εντολή, όσο πολύ περισσότερο το αν αποφάσισε γι' αυτό σωστά», καταλήγει το άρθρο. Βέβαια, αν κάτι κρύβει αυτός ο προβληματισμός του αστικού Τύπου είναι οι εσωτερικές αντιθέσεις που υπάρχουν στη λυκοσυμμαχία της ΕΕ και κυρίως στη διαχείριση της κρίσης, καθώς και η όποια αναιμική ανάπτυξη, ή αλλαγή στη δοσολογία του μείγματος ή της εμπλοκής των μηχανισμών του κεφαλαίου γεννάνε νέες αντιθέσεις, προλειαίνουν το έδαφος για νέες κρίσεις.