Επιβεβαιώνεται η πρόθεση της κυβέρνησης να πετσοκόψει ακόμα και τους δικαιούχους του ΕΚΑΣ
Ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια «εγγυάται» η κυβέρνηση, καθώς το περίφημο «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα», το οποίο απευθύνεται σε λαϊκές οικογένειες, που είτε βρίσκονται είτε προσεγγίζουν το επίπεδο της εξαθλίωσης, φέρνει μαζί του νέες περικοπές πάσης φύσης επιδομάτων, ακόμα και του ΕΚΑΣ.
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση, με τη μέθοδο του «μίξερ», αθροίζει όλα τα επιδόματα, ακόμα και αν πρόκειται για το επίδομα ανεργίας και θέτει όριο «επιβίωσης» για μια τετραμελή οικογένεια τα 400 ευρώ το μήνα. Δηλαδή, 13,1 ευρώ την ημέρα για τις ανάγκες τεσσάρων ανθρώπων! Πίσω, λοιπόν, από το δήθεν «δίχτυ προστασίας» στην ακραία φτώχεια, κυβέρνηση και ΕΕ μεθοδεύουν την παραπέρα συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών και των όποιων κοινωνικών επιδομάτων έχουν απομείνει σε ισχύ.
Αυτό προκύπτει και από τις συναντήσεις που είχε τις προηγούμενες ημέρες η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας με τους εκπροσώπους της τρόικας. Σύμφωνα με πληροφορίες, στις επαφές διατυπώθηκε η εκτίμηση ότι πρέπει να υπάρξουν μέτρα που θα περιορίζουν τις λεγόμενες κοινωνικές μεταβιβάσεις, δηλαδή των κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα Ταμεία τα οποία κατευθύνονται προς την κάλυψη κοινωνικών αναγκών ή τη στήριξη ειδικών κοινωνικών ομάδων.
Ειδικότερα, θεωρείται ότι το κονδύλι που κατευθύνεται προς τους χαμηλοσυνταξιούχους με τη μορφή του ΕΚΑΣ είναι «υψηλό» και γι' αυτό πρέπει να περιοριστεί. Και αυτό τη στιγμή που ήδη από την αρχή του έτους, πέραν των εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων που ισχύουν γενικά για όλους τους συνταξιούχους, το ΕΚΑΣ καταργήθηκε για τους συνταξιούχους κάτω των 65 ετών!
Ψίχουλα με αυστηρά κριτήρια
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πολιτική της κυβέρνησης στη διαχείριση της φτώχειας συνίσταται στο «ανακάτεμα» όλων των επιδομάτων, ανεξάρτητα από την ειδική ανάγκη που καλύπτει το καθένα απ' αυτά, αλλά και την ομάδα που απευθύνεται. Το ανακάτωμα αυτό οδηγεί σε παραπέρα συρρίκνωση των επιδομάτων, αφού η γραμμή φτώχειας που τίθεται είναι μόλις τα 4.800 ευρώ το χρόνο για μια τετραμελή οικογένεια.
Πάνω από αυτή τη γραμμή, καμία οικογένεια δεν θα δικαιούται το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που σχεδιάζει η κυβέρνηση με την πατέντα της ΕΕ, ενώ οι οικογένειες αυτές θεωρούνται ότι βρίσκονται εκτός του κινδύνου της «ακραίας φτώχειας». Ετσι, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, από ένα δήθεν μίνιμουμ εισόδημα για κάθε οικογένεια, μετατρέπεται σε μέτρο καθορισμού της φτώχειας και εργαλείο αποσάθρωσης της όποιας κοινωνικής πολιτικής είχε απομείνει.
Οπως προκύπτει και από τις δηλώσεις του υφυπουργού Εργασίας Β. Κεγκέρογλου, το εισοδηματικό όριο για την τετραμελή οικογένεια θα είναι τα 400 ευρώ το μήνα. Οποια οικογένεια έχει μικρότερο εισόδημα, θα συμπληρώνει αυτό το ποσό από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Ετσι αν σε μια οικογένεια είναι και οι δύο γονείς άνεργοι και λαμβάνουν και οι δύο το επίδομα ανεργίας (συνολικό εισόδημα το μήνα 762 ευρώ), αυτοί δε θα δικαιούνται ούτε ευρώ από το περιβόητο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Αν το επίδομα ανεργίας το λαμβάνει μόνο ένας, δηλαδή 361 ευρώ το μήνα, θα λαμβάνει πρόσθετα μόλις 39 ευρώ το μήνα!
Και αυτό θα ισχύει μόνο στην περίπτωση που δεν τεθούν και περιουσιακά κριτήρια, αφού σε μια τέτοια περίπτωση οι δικαιούχοι του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος θα περιοριστούν ακόμα περισσότερο.
Προειλημμένες αποφάσεις
Στην παρατήρηση ότι τα ποσά αυτά είναι ελάχιστα μπροστά στις αυξημένες ανάγκες μιας λαϊκής οικογένειας, ο υφυπουργός Εργασίας είπε σε ραδιοφωνική συνέντευξη ότι μεγαλύτερα ποσά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν «αντικίνητρο» για την αναζήτηση εργασίας! Δηλαδή, η κυβέρνηση δίνει στους πλέον εξαθλιωμένους, τους οποίους υπολογίζει στο 8% του πληθυσμού, ορισμένα ψίχουλα, για να μη γίνουν τεμπέληδες! Αυτό κι αν είναι πρόκληση για τα εκατομμύρια των ανέργων και τις οικογένειές τους.
Επιπλέον, ο υφυπουργός είπε ότι το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα ισχύσει πιλοτικά από Σεπτέμβρη και θα γενικευθεί από το 2015. Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται ο στόχος της κυβέρνησης να καταργήσει επιδόματα και παροχές σε χιλιάδες δικαιούχους, ενώ υπόσχεται κάποια ψίχουλα σε ακόμα λιγότερους από τους σημερινούς δικαιούχους, προκειμένου να ανακυκλώνει τη φτώχεια και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή της.
Αυτό άλλωστε προέκυπτε και από την έκθεση του ΟΟΣΑ για τα λεγόμενα κοινωνικά επιδόματα, την οποία εκπόνησε για λογαριασμό της κυβέρνησης. Σύμφωνα με το «Ενημερωτικό Δελτίο» 3/2012 της «Ομάδας ανάλυσης δημόσιας πολιτικής» του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «η κεντρική ιδέα της Εκθεσης είναι η κατάργηση των περισσοτέρων επιδομάτων που λειτουργούν σήμερα και η αντικατάστασή τους από άλλα, τα οποία θα χορηγούνται με εισοδηματικά κριτήρια».
Στο ίδιο ενημερωτικό σημείωμα αποκαλύπτεται επίσης ότι: «Η εφαρμογή του ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος (με ταυτόχρονη κατάργηση των περισσοτέρων από τα υπόλοιπα κοινωνικά επιδόματα, πλην του επιδόματος ανεργίας) αποτελεί πρόταση του ΔΝΤ. Οπως αναφέρει η σχετική Εκθεση: "Η μεγαλύτερη εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί με την κατάργηση των περισσοτέρων επιδομάτων και την αντικατάστασή τους από ένα ενιαίο πρόγραμμα ελάχιστου εισοδήματος - το οποίο θα λειτουργεί με εισοδηματικά κριτήρια και θα απευθύνεται στο χαμηλότερο 20% της κατανομής εισοδήματος (χρησιμοποιώντας αντικειμενικά κριτήρια για τον έλεγχο της φοροδιαφυγής και της απόκρυψης εισοδήματος)"».
«Κουτσουρεύουν» και το οικογενειακό επίδομα
Ο υφυπουργός Εργασίας αναφέρθηκε επίσης στο οικογενειακό επίδομα που δινόταν από τον ΟΑΕΔ σε όσους μισθωτούς δεν το λάμβαναν από τις επιχειρήσεις. Μετά την κατάργηση της εργοδοτικής εισφοράς από τις αρχές Ιούλη, ο ΟΑΕΔ αποφάσισε για φέτος την καταβολή μόνο του μισού επιδόματος, το οποίο συνδέεται με τον αριθμό των παιδιών του μισθωτού. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, το οικογενειακό επίδομα καταργείται από το 2015.
Τώρα, ο Β. Κεγκέρογλου αφήνει να εννοηθεί ότι αυτό μπορεί να δίνεται, αλλά με βάση το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του μισθωτού (30.000 ευρώ για τετραμελή οικογένεια και 55.000 για πολύτεκνη). Σε κάθε περίπτωση, η αόριστη αυτή αναφορά και μάλιστα από τη στιγμή που ήδη χορηγήθηκε η απαλλαγή στους εργοδότες, δεν πρέπει να εφησυχάσει τους εργαζόμενους, οι οποίοι θα πρέπει να διεκδικήσουν τη συνέχιση της καταβολής του.