Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΣΥΡΙΖΑ Διελκυστίνδα με φόντο το μείγμα της αντιλαϊκής πολιτικής

 

Καβγάς για τη διαχείριση του ΕΣΠΑ και την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών

Σειρά ζητημάτων που ιεραρχούν τα εγχώρια μονοπώλια, όπως η αξιοποίηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, ο τρόπος διαχείρισης των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση υποστηρικτικών μηχανισμών για τη διοχέτευση φτηνής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις, βρέθηκαν στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης μεταξύ συγκυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ, μετά και την ομιλία του Αλ. Τσίπρα στη ΔΕΘ.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιλαϊκή διελκυστίνδα εξελίσσεται σε έδαφος απόλυτα εχθρικό προς το λαό, καθώς αφορά στο μείγμα διαχείρισης που θα εφαρμοστεί προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, το πώς θα γίνει κατορθωτή η είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τα κρατικά ταμεία κ.ά. Η αλληλοτροφοδοτούμενη συζήτηση έρχεται να συσκοτίσει την πραγματικότητα, όπως, για παράδειγμα, ότι τα κονδύλια του ΕΣΠΑ είναι στοχοπροσηλωμένα στην υπηρέτηση της αντιλαϊκής στρατηγικής της ΕΕ «Ευρώπη - 2020». Στην ίδια λογική εντάσσονται και οι εκατέρωθεν σχεδιασμοί σχετικά με τις λεγόμενες «αναπτυξιακές» τράπεζες και τα άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία για τους επιχειρηματικούς ομίλους.

Η «λογιστική» του κεφαλαίου

Για «λάθος» μείγμα κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ με χτεσινή ανακοίνωσή του το υπουργείο Οικονομικών, επικεντρώνοντας την «κριτική» στην άποψη ότι «η ελληνική οικονομία έχει πρόβλημα προσφοράς και όχι ζήτησης». Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα, ακόμη και σήμερα αποτελεί το 70,6% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 56,7% στην Ευρωζώνη.

Επί της ουσίας, πρόκειται για μια επανάληψη της παλιάς συζήτησης των αστικών επιτελείων σχετικά με το μοντέλο διεξόδου από την καπιταλιστική κρίση σε όφελος του κεφαλαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο Οικονομικών κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ για «εσφαλμένη θεώρηση της λειτουργίας της οικονομίας και της πηγής των σημερινών προβλημάτων», ενώ η διάσταση των απόψεων καταγράφεται σε ό,τι αφορά τη λογιστική αποτίμηση του «δημοσιονομικού κόστους» που θα προκύψει από την εφαρμογή των εξαγγελιών του ΣΥΡΙΖΑ.

Εν προκειμένω, η κυβέρνηση ανεβάζει το κόστος των εξαγγελιών στα 17,2 δισ. ευρώ (έναντι των 9,4 δισ. ευρώ που λέει ο ΣΥΡΙΖΑ). Μαζί με την υποτιθέμενη «νέα σεισάχθεια» ιδιωτικών χρεών - 10 δισ. ευρώ υπολογίζει η κυβέρνηση και 2 δισ. ευρώ ο ΣΥΡΙΖΑ -, η συγκυβέρνηση υπολογίζει το συνολικό κονδύλι στα 27,2 δισ. ευρώ (έναντι των 11,4 δισ. που ανακοίνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ).

Επιβεβαιώνοντας ότι η προσπάθεια διαχείρισης της ακραίας φτώχειας (και όχι η αντιμετώπισή της) είναι κοινό έδαφος μεταξύ συγκυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ, το υπουργείο Οικονομικών σημειώνει ότι «κοινωνικά μέτρα, τα οποία παρουσιάζονται ως νέες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είτε εφαρμόζονται ήδη από την κυβέρνηση (επίδομα στέγασης, κοινωνικά τιμολόγια ΔΕΗ, δόσεις για ληξιπρόθεσμα, κόκκινα δάνεια, αξιοποίηση ΕΣΠΑ) είτε είναι στο τελικό στάδιο της υλοποίησής τους».

«Αγωνία» για τους τραπεζικούς ομίλους

Αναφερόμενος στις προτάσεις του κόμματός του σε σχέση με τα «κόκκινα» δάνεια, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκης σημείωσε χαρακτηριστικά: «Αυτό που προτείνουμε εμείς, τον φορέα διαχείρισης κόκκινων δανείων, είναι διότι θέλουμε να ανακουφίσουμε τον κόσμο που φοβάται ή κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του, αλλά από την άλλη είναι και μέτρο ανόρθωσης του τραπεζικού συστήματος, για να μπορέσει να λειτουργήσει».

Από την πλευρά του, ο υπουργός Ανάπτυξης, Ν. Δένδιας, σημείωσε ότι τα οφειλόμενα σε τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία ξεπερνούν τα 110 δισ. ευρώ. Σε αυτό το πλαίσιο κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ για το γεγονός ότι κοστολόγησε τη «σεισάχθεια» των χρεών «μόνο 2 δισ. ευρώ, λιγότερο δηλαδή από 2%».

Στην πραγματικότητα, επιβεβαιώνεται ότι τόσο η συγκυβέρνηση όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνιούν για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, η οποία συνδέεται με τα κάθε είδους προβληματικά δάνεια.

Να σημειωθεί ότι το ζήτημα των «κόκκινων» τραπεζικών δανείων συνδέεται τόσο με τους σχεδιασμούς για τις αναδιαρθρώσεις, τις εξαγορές αλλά και τα «λουκέτα» σε επιχειρήσεις, όσο και με τους επικείμενους διαγνωστικούς ελέγχους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

«Αναπτυξιακά ταμεία» και νέο ΕΣΠΑ

Σε σχέση με τη συζήτηση περί «επενδυτικών ταμείων» και «αναπτυξιακών τραπεζών», ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Σταθάκης κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι το «ελληνογερμανικό επενδυτικό ταμείο» έχει «αρχικά κεφάλαια μόλις 700 εκατ. ευρώ και έδρα το Λουξεμβούργο». Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαιώνει ότι θα διασφαλίσει την ενοποίηση όλων των αναπτυξιακών ταμείων σε «ενιαία τράπεζα με έδρα την Ελλάδα».

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, το βλέμμα είναι στραμμένο στη διαχείριση του πακτωλού των κεφαλαίων από το νέο ΕΣΠΑ, που εξ ορισμού αφορά σε κρατικές ενισχύσεις στους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους.

Να σημειωθεί ότι το γενικό πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ, το οποίο ήδη έχει εγκρίνει η Κομισιόν, θέτει ως κεντρική προτεραιότητα την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη - 2020». Παράλληλα, έχουν ενσωματωθεί και οι σχεδιασμοί του περιβόητου «Εθνικού αναπτυξιακού προτύπου», οι προτεραιότητες που συνδέονται με τους «επιλέξιμους» προς ενίσχυση ανταγωνιστικούς κλάδους.

Ο προβλεπόμενος πακτωλός των διακρατικών και κρατικών ενισχύσεων θα διοχετευθεί σε ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους, προκειμένου να τονωθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς επίσης και για την εκτέλεση δημόσιων έργων και υποδομών, σε επιχειρηματικές συμπράξεις με ιδιωτικά κεφάλαια. Ελάχιστα είναι τα ποσά που προβλέπονται για την κάλυψη στοιχειωδών λαϊκών αναγκών, κυρίως για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας.

Να σημειωθεί ότι η απόδοση των ευρωενωσιακών κονδυλίων συνδέεται με μια σειρά από «αιρεσιμότητες», που αφορούν τη «συμμόρφωση» όλων ανεξαιρέτως των κρατών - μελών με τις υποδείξεις της Κομισιόν, στο πλαίσιο των μέτρων της «ενισχυμένης δημοσιονομικής εποπτείας». Μεταξύ άλλων, προβλέπεται η αναστολή ή και η ακύρωση της χρηματοδότησης σε περιπτώσεις αποκλίσεων από τους αντιλαϊκούς στόχους. Επιπλέον, για τα κράτη που είναι ενταγμένα σε «μηχανισμό στήριξης», υπάρχει και η δυνατότητα άμεσης ανάμειξης της Κομισιόν στη διαχείριση των προγραμμάτων, χωρίς να έχει προηγηθεί η συγκατάθεση της κυβέρνησης.