«Ερευνα σε βάθος» γύρω από την υπόθεση εξαγοράς του ΔΕΣΦΑ από το αζέρικο μονοπώλιο της SOCAR ξεκίνησε η Κομισιόν, διατυπώνοντας «ανησυχίες ότι η συναλλαγή μπορεί να μειώσει τον ανταγωνισμό στην αγορά χονδρικής φυσικού αερίου στην Ελλάδα, και αυτό γιατί θα επιτρέψει στη νέα οντότητα να παρεμποδίσει την πρόσβαση των ανταγωνιστών της SOCAR στο ελληνικό δίκτυο μεταφοράς αερίου».
«Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε εποικοδομητικά με την Κομισιόν για την ολοκλήρωση της διαδικασίας το συντομότερο δυνατόν», απάντησε από την πλευρά της η SOCAR.
Η συγκεκριμένη εξέλιξη, αλλά με διαφορετικό πρωταγωνιστή, παραπέμπει στο ίδιο και απαράλλαχτο προηγούμενο σκηνικό με το ρωσικό μονοπώλιο της «Gazprom», η οποία, μετά από παρέμβαση της Κομισιόν και πάλι με το σκεπτικό του «ελεύθερου ανταγωνισμού», αποχώρησε από τη διαδικασία για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ.
Η διαπάλη του κεφαλαίου και οι ευρωενωσιακές «ανησυχίες» εκδηλώνονται επίσης στις ιδιωτικοποιήσεις μεταφορικών υποδομών και δικτύων, όπως συμβαίνει δηλαδή και με τις «ενστάσεις» της ΕΕ για την παραπέρα επέκταση της δραστηριότητας του κινεζικού μονοπωλίου της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά.
Αιτιάσεις προβάλλονται και για την εταιρεία των «Ρωσικών Σιδηροδρόμων», η οποία ενδιαφέρεται για το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας (πρώτα και κύρια για τη μεταφορά εμπορευμάτων) και μάλιστα σε στρατηγικό συνδυασμό με την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Η συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζει διαφορετικά «τεχνικά» χαρακτηριστικά, καθώς οι «Ρωσικοί Σιδηρόδρομοι» έχουν υποβάλει στο ΤΑΙΠΕΔ την προσφορά τους από κοινού με ελληνικό επιχειρηματικό όμιλο, ενώ στη συγκεκριμένη υπόθεση ιδιωτικοποίησης εμπλέκονται και άλλες «ανταγωνίστριες» κοινοπραξίες επιχειρηματικών ομίλων. Σε αυτό το πλαίσιο, τα «βέτο» που προβάλλουν άλλα καπιταλιστικά κέντρα και μερίδες του κεφαλαίου εμφανίζονται ως «ανησυχίες», κατά βάση, για την ικανότητα χρηματοδότησης των Ρώσων «επενδυτών» από τις ρωσικές τράπεζες, μετά και τα «προβλήματα» που ανέκυψαν λόγω της όξυνσης της διαπάλης με την ΕΕ. Εν προκειμένω, όπως και σε άλλες υποθέσεις, ο ρωσικός παράγοντας έχει κάνει λόγο για «παρεμβάσεις» και από την πλευρά της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
***
Οπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και μετά από την προχτεσινή παρέμβαση της Κομισιόν, μερίδες του ντόπιου κεφαλαίου, μαζί και ο εγχώριος αστικός Τύπος, καθώς και η συγκυβέρνηση γκρινιάζουν λέγοντας ότι η ΕΕ «βάζει φρένο» στις ιδιωτικοποιήσεις, ακόμα μάλιστα σε υποθέσεις όπως ο ΔΕΣΦΑ, όπου δεν υπάρχει άλλος διεκδικητής, τόσο από την ευρωπαϊκή πλευρά όσο και συνολικά.
Ομως, η ουσία βρίσκεται αλλού, ανεξάρτητα από επιχειρηματολογία περί «ελεύθερου ανταγωνισμού» κ.τ.λ. Οι «ανησυχίες» και οι «ενστάσεις» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτυπώνουν την οξυνόμενη διαπάλη μεταξύ ιμπεριαλιστικών κέντρων, μονοπωλίων, κρατών και κυβερνήσεων. Διαπάλη που έχει να κάνει με τη διεκδίκηση, απόσπαση και διείσδυση σε νευραλγικούς και συγκεντρωμένους κλάδους, όπως είναι η Ενέργεια και τα μεταφορικά δίκτυα (λιμάνια, σιδηρόδρομοι κ.ά.). Ανεξάρτητα από το αν κάποιο μονοπώλιο ή κοινοπραξία της ΕΕ ενδιαφέρεται για την απόκτηση των προς ιδιωτικοποίηση ελληνικών υποδομών και πεδίων δραστηριότητας σε αυτούς τους κλάδους, είναι προφανές ότι το ευρωενωσιακό κεφάλαιο δε θέλει σε καμία περίπτωση να αφήσει ανταγωνιστές του (π.χ. ρωσικά, κινεζικά και άλλα κεφάλαια) να παίζουν «μπάλα» ανενόχλητοι μέσα στα πόδια του. Πόσο μάλλον αν λάβει κανείς υπόψη τη γεωστρατηγική θέση της Ελλάδας, τη δυνατότητα να αποτελέσει ενεργειακό και διαμετακομιστικό κόμβο στην ευρύτερη περιοχή, στην οποία μάλιστα οξύνονται ταχύτατα οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί...
***
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, τα ντόπια μονοπώλια και οι επιχειρηματικοί όμιλοι, με την ένταξη στην ΕΕ, πετυχαίνουν πολλά, ενισχύουν την εξουσία τους, διαπραγματεύονται με καλύτερους όρους τη θέση τους στο μοίρασμα των αγορών, εξασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητά τους στο διεθνές πλαίσιο, θωρακίζονται ενάντια στο εργατικό κίνημα. Ομως, μέσα στο πλαίσιο της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης, της διαφοράς οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης των κρατών - μελών της ΕΕ, στην αποτύπωση των γενικών συμφερόντων και κατευθύνσεων της ΕΕ έχουν ειδικό βάρος τα συμφέροντα κρατών όπως η Γερμανία, η Γαλλία, οι θέσεις τους στο διεθνή ανταγωνισμό. Αυτά εκφράζουν οι απανωτές παρεμβάσεις της Κομισιόν, που κάνουν ακόμα τα εγχώρια αστικά επιτελεία να «γκρινιάζουν», επειδή δεν τους επιτρέπουν να κάνουν «μπίζνες» όπως ακριβώς θα ήθελαν και με όποιους ακριβώς θα ήθελαν σε κάθε φάση. Εχει σημασία λοιπόν να σκεφθούμε τι ψέματα σπέρνουν στο λαό όσοι υποστηρίζουν ότι εντός ΕΕ και καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, εντός ιμπεριαλιστικού συστήματος είναι δυνατόν να αναπτυχθούν ισότιμες σχέσεις αμοιβαίου οφέλους με άλλα κράτη προς το συμφέρον της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
***
Πάνω σε αυτό το έδαφος συντελείται και το έγκλημα των ιδιωτικοποιήσεων, της εκμετάλλευσης του πλούτου της χώρας από τα μονοπώλια, ανεξάρτητα από το αν αυτά είναι ελληνικά, γερμανικά, αμερικανικά, ρωσικά ή κινέζικα... Και βέβαια, οι όποιοι ελιγμοί των αστικών κυβερνήσεων και των κάθε είδους διαχειριστών του κεφαλαίου διαμορφώνονται με βάση τους στρατηγικούς σχεδιασμούς και τις συμμαχίες στις οποίες εντάσσονται.
Να σημειωθεί ότι η προσφορά της SOCAR για το 66% του ΔΕΣΦΑ διαμορφώνεται στα 400 εκατ. ευρώ, ποσό που θα μοιραστούν το ελληνικό αστικό κράτος και οι μεγαλομέτοχοι των ΕΛΠΕ που έχουν «πόντους» στον σημερινό ΔΕΣΦΑ. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος, είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσό αυτό αποτελεί μόλις το 15% του ποσού που θα εισρέει κάθε χρόνο στο κρατικό ταμείο από το αντιλαϊκό χαράτσι του ΕΝΦΙΑ. Επομένως, το κυρίαρχο ζήτημα δεν είναι η «καθυστέρηση», αλλά η κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής στους κόλπους της ΕΕ και οι ευρύτεροι συσχετισμοί που διαμορφώνονται στην περιοχή.
Οσο λοιπόν και αν «γκρινιάζουν» τα αστικά επιτελεία, για το λαό ένα είναι σαφές: Τίποτα θετικό δεν μπορεί να περιμένει μέσα στα δεσμά της εξουσίας των μονοπωλίων και της συμμετοχής στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, ή οποιαδήποτε άλλη ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία. Για το λαό υπάρχει ο άλλος δρόμος ανάπτυξης, χωρίς τους καπιταλιστές, με εργατική - λαϊκή εξουσία, με κεντρικό σχεδιασμό, για την αξιοποίηση όλων των πλουτοπαραγωγικών πηγών και πλεονεκτημάτων της χώρας. Αυτή η ανάγκη απαιτεί τώρα την οργανωμένη λαϊκή πάλη ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου και των διαχειριστών του, σε συνδυασμό με την αποδέσμευση από την ΕΕ και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.