Για «Ευρωπαίους ηγέτες σε νευρική κρίση» που «οι σχέσεις τους είναι σε οριακό σημείο», κάνουν λόγο ορισμένα χτεσινά πρωτοσέλιδα αστικών εφημερίδων, με αφορμή τη συζήτηση στο Γιούρογκρουπ και τις τριβές στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τα «γαλλικά» και οι σκληρές εκφράσεις ανάμεσα στον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ και τον Ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, με τον πρώτο να απαντάει στον δεύτερο σε αυστηρό ύφος ότι «δεν είναι αρχηγός μιας συμμορίας γραφειοκρατών» και ότι δεν του αρέσουν «δηλώσεις πως η Κομισιόν δεν μπορεί να αναμειγνύεται σε υποθέσεις που υπόκεινται στον οικονομικό συντονισμό της ΕΕ», ή η αντιπαράθεση του επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι με τον Γενς Βάιντμαν, κεντρικό τραπεζίτη της Γερμανίας, ή της Μέρκελ με τον Βρετανό πρωθυπουργό για το ζήτημα των περιορισμών στη μετανάστευση που ζητάει, είναι όλα ενδείξεις των αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε αστικές τάξεις και τμήματα του κεφαλαίου, που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης.
Το γεγονός ότι η περιβόητη καπιταλιστική ανάπτυξη -μετά από 6 χρόνια κρίσης που έπληξε περισσότερο τις ασθενέστερες χώρες- είναι αναιμική, κάνει τους εκπροσώπους των ευρωενωσιακών μονοπωλίων να «τρώγονται». Ταυτόχρονα, κάθε κράτος - μέλος διεκδικεί διασφάλιση καλύτερων όρων ενίσχυσης και κερδοφορίας στα δικά του μονοπώλια για το μέλλον. Αυτό είναι το επίδικο με δεδομένη τη συμφωνία όλων των «διαπληκτιζόμενων» στο πέρασμα αντεργατικών, αντιλαϊκών μέτρων που εφαρμόζονται παντού, ανεξάρτητα αν υπάρχουν μνημόνια ή όχι, ανεξάρτητα αν η χώρα έχει υψηλό ή χαμηλό δημόσιο έλλειμμα ή χρέος.
Από τη φαγωμάρα των εκπροσώπων των μονοπωλίων μπορούν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα που ζουν στο πετσί τους τι σημαίνει ευρωπαϊκή καπιταλιστική ένωση, με χτύπημα δικαιωμάτων και κατακτήσεων στο εισόδημα, στην κοινωνική Ασφάλιση, στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στα Κοινωνικά δικαιώματα. Τα ζόρια που προκύπτουν για τους καπιταλιστές από την κρίση, που αφορά σε διαφορετικό βαθμό όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, φουντώνουν και τις αντιπαραθέσεις για το ποιο μείγμα διαχείρισης είναι αυτό που θα βοηθήσει να βγουν πιο γρήγορα από αυτήν. Για παράδειγμα, ο κεντρικός τραπεζίτης της ΕΚΤ, Ντράγκι, έχει βάλει ζήτημα για αγορά ομολόγων από χρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, κάτι στο οποίο αντιδρά η Γερμανία, γιατί το κεφάλαιό της έχει ευνοηθεί από τη νομισματική ένωση και την κρίση, ενώ δε θέλει να διατεθούν κεφάλαια της ΕΚΤ για αγορά ομολόγων που ενέχουν κινδύνους να υποτιμηθούν ή να μην πληρωθούν. Επίσης, η διαμάχη για «χαλάρωση» των δημοσιονομικών κανόνων ή της ειδικής αντιμετώπισης, που προβάλλουν ο Γάλλος Πρόεδρος Φ. Ολάντ ή ο Ιταλός πρωθυπουργός Μ. Ρέντσι ή ο Βρετανός πρωθυπουργός Κάμερον, εκφράζει τη σύγκρουση συμφερόντων που προέρχεται από την ανισόμετρη ανάπτυξη και τις ανάγκες που δημιουργεί η διαφορά φάσης του κύκλου της κρίσης ανάμεσα στις χώρες - μέλη της ΕΕ και ιδιαίτερα ανάμεσα σε Γαλλία - Ιταλία από τη μια και Γερμανία από την άλλη.
Οι εργαζόμενοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η όποια αναλογία στο μείγμα, είτε επεκτατικής είτε περιοριστικής πολιτικής, που μπορούν να εφαρμόσουν κάλλιστα φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, ευρωσκεπτικιστές ή «αριστεροί» πολιτικοί διαχειριστές του συστήματος, καθορίζεται από τις σύγχρονες ανάγκες της ανάκαμψης των κερδών των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, του κεφαλαίου. Και ακριβώς αυτό είναι που πρέπει να απορρίψουν. Να απεγκλωβιστούν από την αυταπάτη ότι μπορούν να κερδίσουν όταν θα κερδίζει και ο καπιταλιστής. Το κύριο που χρειάζεται είναι να προτάξουν τις δικές τους σύγχρονες ανάγκες, που μπορούν να διεκδικήσουν μόνο σε αντιπαράθεση με τη στρατηγική του κεφαλαίου.