15 χρόνια μετά τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς με το πρόσχημα των Κοσσοβάρων Αλβανών
Βομβαρδισμός από το ΝΑΤΟ λεωφορείου που μετέφερε Σέρβους πρόσφυγες
Η τελευταία κλιμάκωση της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ, ΕΕ - Ρωσίας, με το πεδίο διαμάχης, αυτή τη φορά, να μεταφέρεται στη Χερσόνησο της Κριμαίας, έδωσε αφορμή, τον τελευταίο καιρό, για διαξιφισμούς μεταξύ των αντιτιθέμενων πλευρών σχετικά με τη «νομιμότητα», το «διεθνές δίκαιο». Δεν έλειψαν βεβαίως οι παραλληλισμοί με άλλες εστίες συγκρούσεων του πρόσφατου παρελθόντος, που ξεκίνησαν λίγο μετά τις ανατροπές στην πρώην ΕΣΣΔ σε Ευρώπη, Αφρική και Ασία, όπως οι αλλεπάλληλες αιματηρές επεμβάσεις Αμερικανών και Ευρωπαίων στο Ιράκ, οι γκανγκστερικές επιδρομές στη Λιβύη, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο Αφγανιστάν ή οι κατά καιρούς επιχειρήσεις πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων (Γαλλία και παλιότερα Βρετανία) στην Αφρική. Ωστόσο, πιο χαρακτηριστική όλων θεωρείται η διόλου «ιδιαίτερη» περίπτωση του πολέμου, διαμελισμού και πλήρους κατακερματισμού της πρώην Γιουγκοσλαβίας σε μικρότερα και καλύτερα «ελεγχόμενα» (από τα ευρω-ατλαντικά μονοπώλια) κράτη καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 ως τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 2000.
Δεν είναι τυχαίες άλλωστε οι συχνές αναφορές του Ρώσου Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στη σύγκριση που επιχειρεί ανάμεσα στην περίπτωση της Κριμαίας και του Κοσσυφοπεδίου.
Η πιο πρόσφατη μνεία του Πούτιν στο Κοσσυφοπέδιο και στη βρώμικη επέμβαση που πραγματοποίησαν ακριβώς πριν 15 χρόνια (24 Μάρτη 1999) ΗΠΑ, ΕΕ και ΝΑΤΟ, με πρόσχημα τα ...«ανθρώπινα δικαιώματα» των Κοσσοβάρων Αλβανών, έγινε στις αρχές της βδομάδας (18/3/14). Οπως δήλωσε: «Οι Δυτικοί εταίροι μας δημιούργησαν το προηγούμενο του Κοσσυφοπεδίου με τα χέρια τους. Σε μια κατάσταση απολύτως ίδια με εκείνη στην Κριμαία, αναγνώρισαν την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία ως νόμιμη, χωρίς καμία άδεια από την κεντρική αρχή της χώρας, ενώ τώρα λένε ότι η έγκριση από την κυβέρνηση είναι απαραίτητη για την περίπτωση της Κριμαίας».
Λίγες μέρες νωρίτερα (4/3/14), ο Πούτιν είχε θυμίσει άλλες δυτικές ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, δηλώνοντας: «Η Ρωσία πάντοτε υποστήριξε τη διεθνή νομιμότητα. Η χρησιμοποίηση ενόπλων δυνάμεων δεν αντιβαίνει τη διεθνή νομιμότητα. Οι πόλεμοι σε Ιράκ, Αφγανιστάν και Λιβύη διαστρέβλωσαν τη διεθνή νομιμότητα».Με λίγα λόγια, ο Πούτιν διεκδικεί το δικαίωμά του στο «νόμο» της ιμπεριαλιστικής ζούγκλας, που άλλοι, χρόνια πριν από αυτόν, είχαν διαμορφώσει, εξαπολύοντας επεμβάσεις με προσχήματα κάθε λογής, αλλά με βασικό «γνώμονα» τα κατά καιρούς συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και της αστικής τάξης των χωρών τους...
Συνεπώς, όσοι νομίζουν ότι η σημερινή κρίση στην Κριμαία μπορεί να «περιοριστεί» αυταπατώνται. Ο ασκός του Αιόλου, ειδικά για την περίπτωση της Ευρώπης, έχει ανοίξει προ πολλού. Η κατάσταση δύσκολα μπορεί να συμμαζευτεί καθώς οι αντίπαλες πλευρές έχουν από καιρό δημιουργήσει περιθώρια για νέες αλλαγές στο γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης, ακόμη και μετά την ενσωμάτωση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ιδιαίτερα σήμερα που η Ρωσία, ως ανερχόμενη καπιταλιστική δύναμη, «δεν είναι πλέον διατεθειμένη να συμφωνεί σε συμβιβασμούς που είναι σε βάρος των συμφερόντων της», όπως δήλωνε προχτές με νόημα ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στο Κοσσυφοπέδιο, Αντρέι Σουγκούροφ...
Η περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβίας
Συνεπώς τα κροκοδείλια δάκρυα που χύνουν οι ηγέτες των ΗΠΑ και της ΕΕ για την παραβίαση του ...«διεθνούς δικαίου» και τους κινδύνους αποσταθεροποίησης από την απόσχιση της Κριμαίας και την ενσωμάτωσή της στη Ρωσία περιττεύουν. Ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις όπως αυτές του γερμανικού κεφαλαίου που πρωτοστάτησαν στο διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας και έδωσαν το εναρκτήριο λάκτισμα για την πρώτη (μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) ένοπλη σύγκρουση στην Ευρώπη με χιλιάδες νεκρούς. Θυμίζουμε άλλωστε ότι η Γερμανία ήταν η δεύτερη (μετά το Βατικανό τον Οκτώβρη του 1991...) που αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Κροατίας και της Σλοβενίας (Δεκέμβρης 1991), ενθαρρύνοντας εθνικιστικά στοιχεία και θρησκευτικούς φανατισμούς στη βάση της πεπατημένης τού «διαίρει και βασίλευε».
Ανατρέχοντας στην ιστορία διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας, διαπιστώνει κανείς ως «σταθερά» τον καταλυτικό ρόλο του ιμπεριαλισμού, ακόμη και πριν τυλιχτούν τα Βαλκάνια στις φλόγες του πολέμου. Η θέση της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας ανάμεσα στο δυτικό καπιταλιστικό μπλοκ και αυτό των σοσιαλιστικών χωρών επέτρεψε στη Δύση να εμφανίζεται «γενναιόδωρη» χορηγώντας της, αμέσως μετά το θάνατο του Τίτο το 1980, διάφορα «φτηνά» δάνεια από διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς, που με τις συνταγές και τις θεραπείες «σοκ» οδήγησαν τη Γιουγκοσλαβία κατά τη δεκαετία του '80 σε αναπόφευκτη οικονομική κρίση, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για εθνικιστικά πάθη και μίση. Ηδη από το 1983 ο Αλία Ιζετμπέγκοβιτς άρχισε να «κτίζει» το μουσουλμανικό εθνικισμό των Βόσνιων, στην Κροατία ο Φράνιο Τούτζμαν έκτιζε το δικό του μύθο «εθνικιστικής υπεροχής», οι Σλοβένοι οραματίζονταν την ένταξη στην ΕΕ, ενώ παράλληλα κέρδιζαν έδαφος ο εθνικισμός των Σέρβων και των Μαυροβούνιων, οι αποσχιστικές τάσεις των Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου και των Ούγγρων της Βοϊβοδίνας...
Κανείς ωστόσο δεν μπορεί να ξεχάσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Γερμανίας στη διαδικασία αναγνωρίσεων, αλλά και σε όσα επακολούθησαν: Ηγήθηκε της διαδικασίας αναγνωρίσεων των Δημοκρατιών της τότε Γιουγκοσλαβίας και της επιβολής κυρώσεων κατά των Σέρβων. Εκβίασε τις γνωμοδοτήσεις της επιτροπής Μπατεντέρ για τη μετατροπή των συνόρων των Δημοκρατιών της ομοσπονδίας σε διεθνή, μετατρέποντας (από τότε...) σε απλό κομπάρσο τον ΓΓ του ΟΗΕ, ρόλο που διεκπεραίωνε τότε ο Περουβιανός Χαβιέ Περέζ ντε Κουέγιαρ και αργότερα ο Αιγύπτιος Μπούτρος-Μπούτρος Γκάλι...
Εκατοντάδες άμαχοι έπεφταν νεκροί από τα πυρά ελεύθερων σκοπευτών, μισθοφόρων-«εθελοντών» μουτζαχεντίν που είχαν σταλεί με το «αζημίωτο» από τη Σαουδική Αραβία, ενώ η (αδύναμη τότε καπιταλιστικά) Ρωσία του τότε Προέδρου Μπόρις Γιέλτσιν περιοριζόταν σε μεγαλόστομες διακηρύξεις περί ειρηνευτικών σχεδίων, δίχως, βεβαίως, να μπορεί να αντιδράσει ούτε σε διπλωματικό, ούτε σε στρατιωτικό, ούτε (πολύ περισσότερο) σε οικονομικό επίπεδο. Ομως, η ρωσική αστική τάξη δεν ξέχασε ποτέ την ταπείνωση που υπέστη τη δεκαετία του '90 στα Βαλκάνια, αξιοποιώντας αργότερα, εν ευθέτω χρόνω, την αύξηση της οικονομικής της ισχύος (ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των κολοσσιαίων κερδών από την παραγωγή ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου).
Ο επόμενος πόλεμος μετά από τη Συνθήκη του Ντέιτον
Λίγους μήνες πριν τον τερματισμό του πολέμου στη Βοσνία - Ερζεγοβίνη, προηγήθηκε η γκανγκστερική καταλυτική επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ κατά των Σέρβων της Βοσνίας που κέρδιζαν ως το 1994 - αρχές 1995 έδαφος στα θέατρα των συγκρούσεων έναντι των Κροατών και των Βόσνιων. Εννοείται ότι και τότε, με την πραγματοποίηση της πρώτης «δοκιμαστικής» ΝΑΤΟικής επιδρομής σε ευρωπαϊκό έδαφος, δεν κουνήθηκε φύλλο, ούτε υπήρξαν διαμαρτυρίες για διασάλευση της διεθνούς νομιμότητας. Αντίθετα, υπό τις απειλές μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής επέμβασης, οι ντόπιοι πρωταγωνιστές του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία σύρθηκαν στο τραπέζι υπογραφής της Συνθήκης του Ντέιτον το Νοέμβρη του 1995, παραδίδοντας τη χώρα στις ορέξεις διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών που επιμελήθηκαν το μπαράζ ιδιωτικοποιήσεων, της καντονοποίησης της χώρας σε αμέτρητα τοπικά κοινοβούλια, κυβερνήσεις και προέδρους, έχοντας εξασφαλίσει την πλήρη διάλυση όχι μόνο των εργασιακών σχέσεων, αλλά και της έννοιας της εργασίας. Πράγμα που συνεχίζεται ως σήμερα, όπως απέδειξαν τον περασμένο Φλεβάρη οι μαζικές διαδηλώσεις κατά της φτώχειας και της ανεργίας σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης.
Ολα τα μέσα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστών
Ομως ο τερματισμός του πολέμου στη Βοσνία με τη Συνθήκη του Ντέιτον δεν ήταν το τέλος του πολέμου στα Βαλκάνια, αλλά το κλείσιμο ενός κεφαλαίου. Ενα χρόνο μετά την υπογραφή της συμφωνίας, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι (κυρίως Βρετανοί, Γερμανοί και Γάλλοι) εργάστηκαν στο παρασκήνιο εντατικά, δημιουργώντας στα θερμοκήπια των μυστικών τους υπηρεσιών τους Κοσσοβάρους Αλβανούς αυτονομιστές του ΟΥΤΣΕΚΑ που άρχισαν να διεκδικούν, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, την απόσχιση της επαρχίας από τη Σερβία, καταγγέλλοντας τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, τότε Πρόεδρο της ΟΔ Γιουγκοσλαβίας, για καταπίεση και «εθνοκάθαρση».
Από την κλιμάκωση της έντασης δεν έλειψε τον Ιούνη του '98 η ΝΑΤΟική άσκηση «Αποφασιστικό Γεράκι», που στην ουσία λειτουργεί σαν πρόβα τζενεράλε των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών που θα γίνουν μερικούς μήνες μετά, αφού χρησιμοποιηθεί κάθε μέσο βρώμικης προπαγάνδας. Οπως η κατασκευή «σφαγών», όπως αυτή των δήθεν αμάχων στο χωριό Ράτσακ (στην πραγματικότητα ήταν αυτονομιστές του ΟΥΤΣΕΚΑ που είχαν σκοτωθεί σε μάχες με το σερβικό στρατό), που «επιβεβαιώθηκε» τάχα από το πρώην στέλεχος της CIA Αμερικανό, τότε επικεφαλής ομάδας παρατηρητών του ΟΑΣΕ, Γουίλιαμ Γουόκερ (Γενάρης 1995). Η «σφαγή» στο Ράτσακ έσυρε τελικά τη Σερβία στην παγίδα των «ειρηνευτικών» συνομιλιών στο Ραμπουγέ της Γαλλίας, τις οποίες είχαν σχεδιάσει και υπονομεύσει εκ των προτέρων όχι μόνον οι Αμερικανοί, αλλά και οι Γερμανοί.
Τα αδιέξοδα που δημιουργεί τεχνηέντως στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ αναγκάζουν σύντομα τον Πρόεδρο Μιλόσεβιτς να ξεκαθαρίσει σε διάγγελμά του (19/2/99) πως δεν πρόκειται να παραχωρήσει το Κοσσυφοπέδιο, ακόμη και με τίμημα τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς. Το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη, Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχία γίνονται, με συνοπτικές διαδικασίες, μέλη του ΝΑΤΟ και δύο βδομάδες μετά εξαπολύονται οι βόμβες από τις πολεμικές μηχανές ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ το βράδυ της 24ης Μάρτη 1999. Η επέμβαση θα αλλάξει πάλι τα σύνορα στην Ευρώπη. Παράλληλα, το τέλος του πολέμου τον Ιούνη του ίδιου έτους, επιτρέπει στο ΝΑΤΟ να βάλει για δεύτερη φορά το πόδι του στα Βαλκάνια, καθώς τίθεται επικεφαλής των δυνάμεων κατοχής του Κοσσυφοπεδίου, ενώ οι Αμερικανοί δημιουργούν εκεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική τους βάση στον κόσμο (βάση Μπόνστιλ).
Αυτά, παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες της Ρωσίας, που φροντίζει, με κάθε αφορμή, να υπογραμμίζει τις αντιδράσεις της στην απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία, πετυχαίνοντας (με τη συνεργασία της Κίνας) να επισημανθεί στην τότε απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Ιούνης '99) πως η περιοχή εξακολουθεί να συνιστά «αναπόσπαστο τμήμα της σερβικής εδαφικής επικράτειας», παρά την ανάπτυξη των ΝΑΤΟικών στρατευμάτων.
Το Φλεβάρη του 2008, μετά από δημοψήφισμα, η ηγεσία των Κοσσοβάρων Αλβανών αποφασίζει μονομερώς την ανεξαρτητοποίησή τους από τη Σερβία, κερδίζοντας σύντομα την αναγνώρισή τους από τους πρωταίτιους του πολέμου: Τις ΗΠΑ και τις περισσότερες χώρες της ΕΕ, πλην Ισπανίας, Ρουμανίας, Ελλάδας και Κύπρου, που διστάζουν να κάνουν το επόμενο βήμα, για τους δικούς τους σοβαρούς λόγους.
Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ
“Ριζοσπάστης Κυριακή 23 Μάρτη 2014