Μην παραδοθείς...

Μην παραδοθείς...

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

 

Δείκτες και στόχοι που δεν αποδίδουν την πραγματικότητα

 

Ενα 15χρονο κορίτσι στην Υποσαχάρια Αφρική αντιμετωπίζει με πιθανότητα περίπου 1 προς 40 τον κίνδυνο να πεθάνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού. Οι αντίστοιχες πιθανότητες κατά τη διάρκεια της ζωής ενός κοριτσιού στην Ευρώπη είναι μία στις 3.300. Επισημάνσεις όπως η παραπάνω αποτελούν κοινό τόπο στη συζήτηση γύρω από το πρόβλημα της μητρικής θνησιμότητας και νοσηρότητας. Βρίσκονται στις εκθέσεις και τις αποφάσεις των διεθνών οργανισμών. Προβάλλονται ως στοιχεία του «χάσματος» που χωρίζει τις χώρες του λεγόμενου αναπτυσσόμενου κόσμου από τις «αναπτυγμένες» καπιταλιστικά χώρες.

Ο αριθμητικός απολογισμός...

Η μείωση του δείκτη της μητρικής θνησιμότητας αποτελεί έναν από τους 8 συνολικά Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας που έχει θέσει ο ΟΗΕ. Συγκεκριμένα, ο στόχος αφορά τη μείωσή της κατά 75% σε κάθε χώρα από το 1990 έως το 2015. Σύμφωνα όμως με όσα ισχύουν σήμερα, συγκαταλέγεται στους στόχους που είναι λιγότερο πιθανόν να επιτευχθούν. Ο ΟΗΕ διαπιστώνει μείωση της τάξης του 45% όσον αφορά τη μητρική θνησιμότητα σε σύγκριση με το 1990. Το 2013 οι θάνατοι γυναικών λόγω επιπλοκών στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό υπολογίζονταν σε 289.000, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός το 1990 έφτανε τους 523.000 θανάτους. Μάλιστα, ο ρυθμός μείωσης έχει επιταχυνθεί, φτάνοντας το 3,5% ετησίως για την περίοδο 2000-2013 σε σύγκριση με το ρυθμό του 1,4% που σημειωνόταν τη δεκαετία 1990-2000. Ωστόσο, η επιτάχυνση αυτή δεν είναι επαρκής για να εξασφαλιστεί η επίτευξη της επιθυμητής μείωσης. Για να κινείται μια χώρα σε τροχιά κάλυψης του στόχου μείωσης της μητρικής θνησιμότητας κατά 75% έως το 2015 απαιτείται μια μέση ετήσια μείωση της τάξης του 5,5%, αρκετά μεγαλύτερη δηλαδή από αυτή που καταγράφεται μέχρι σήμερα.

Οπως επισημαίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, πάνω από 1 στους 4 θανάτους οφείλονται σε προϋπάρχουσες καταστάσεις και προβλήματα που επιδεινώνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Συχνές αιτίες είναι ασθένειες όπως ο διαβήτης και η ελονοσία, άλλα προβλήματα μεταξύ των οποίων η αιμορραγία, οι μολύνσεις, αλλά και οι επιπλοκές που προκαλούνται μετά από αμβλώσεις. Οι χώρες που καταγράφουν τους περισσότερους - σε απόλυτο αριθμό - θανάτους είναι η Ινδία (50.000), η Νιγηρία (40.000), το Κονγκό (21.000) και η Αιθιοπία (13.000), ενώ τον υψηλότερο κίνδυνο αναλογικά αντιμετωπίζουν οι μητέρες στη Σομαλία (1 στις 18) και στο Τσαντ (1 στις 15).

Αντίστοιχη είναι η εικόνα γύρω από τον Αναπτυξιακό Στόχο για τη μείωση κατά 2/3 της θνησιμότητας των παιδιών στα πρώτα 5 χρόνια της ζωής τους. Σύμφωνα με την έκθεση προόδου που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η UNICEF, ένα εκατομμύριο παιδιά πεθαίνουν την ίδια μέρα που έρχονται στη ζωή, ενώ σχεδόν 2,8 εκατομμύρια βρέφη πεθαίνουν μέσα στις πρώτες 28 μέρες της ζωής τους. Πρόκειται επίσης για θανάτους που στη μεγάλη τους πλειοψηφία θα μπορούσαν να αποφευχθούν, καθώς σχετίζονται με παράγοντες όπως ο υποσιτισμός, η έλλειψη ή η κακή ποιότητα των υπηρεσιών Υγείας και ειδικότερα αυτών που αφορούν τη φροντίδα μητέρων και παιδιών στο κρίσιμο χρονικό διάστημα μετά τον τοκετό.

...και η πραγματικότητα πίσω από αυτόν

Οι αριθμοί μπορεί να αποδίδουν, τουλάχιστον σε ένα μέρος, την τραγική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και τα παιδιά σε μια σειρά χώρες, δεν προσφέρουν όμως πολλές πληροφορίες για τους λόγους στους οποίους αυτή οφείλεται. Σε ένα βαθμό μάλιστα καλλιεργείται η ψεύτικη εντύπωση πως για το πρόβλημα της μητρικής και παιδικής θνησιμότητας ευθύνεται γενικά η «φτώχεια» των χωρών αυτών. Στην Ινδία όμως, τη χώρα δηλαδή που κατέχει την «πρωτιά» στον απόλυτο αριθμό των θανάτων μητέρων, η φτώχεια σίγουρα αφορά το λαό, τις γυναίκες και τα παιδιά, όχι όμως και τους οικονομικούς δείκτες της καπιταλιστικής οικονομίας. Πρόκειται για την ίδια χώρα που περιγράφεται ως μια «αναδυόμενη» δύναμη, με ΑΕΠ που σημειώνει σημαντική αύξηση και επενδυτικές συμφωνίες που διαδέχονται η μία την άλλη. Το παράδειγμα της Νιγηρίας, που κατατάσσεται δεύτερη όσον αφορά τους θανάτους μητέρων, είναι επίσης χαρακτηριστικό. Σε μια χώρα, τη δεύτερη σε οικονομικό μέγεθος μετά τη Νότια Αφρική και με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης, με μεγάλο φυσικό πλούτο, όπως είναι συνολικά οι χώρες της Αφρικής, ο λαός, με πρώτα θύματα τις γυναίκες και τα παιδιά, σπρώχνεται σε φυλετικές και θρησκευτικές συγκρούσεις που εξυπηρετούν τους μονοπωλιακούς ομίλους να βάλουν τον πλούτο αυτό στο χέρι, συχνά και μέσα από το δρόμο της άμεσης στρατιωτικής επέμβασης. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και αξιοποιείται η δράση οργανώσεων όπως η ισλαμιστική «Μπόκο Χάραμ», η αναζωπύρωση αναχρονιστικών και σκοταδιστικών αντιλήψεων για τη θέση των γυναικών, η διαιώνιση ανάλογων πρακτικών, με τις επιπτώσεις που επιφέρουν και στην υγεία μητέρων και παιδιών.

Οσο για το «χάσμα» που περιγράφεται ανάμεσα σε «αναπτυσσόμενες» και «ανεπτυγμένες» χώρες, παρά τις μεγάλες διαφορές, δεν λείπουν και ορισμένες «γέφυρες» ανάμεσά τους. Η κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στις χώρες του λεγόμενου αναπτυγμένου κόσμου σίγουρα δεν είναι η ίδια με αυτή που επικρατεί σε μια σειρά χώρες της Αφρικής, της Ασίας και αλλού. Ωστόσο, η ουσιαστική στήριξη και προστασία της μητρότητας, κάθε άλλο παρά πραγματικότητα αποτελεί ακόμα και στις χώρες «πρότυπα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εξάλλου, το μέτρο σύγκρισης για την προστασία της μητρότητας δεν μπορεί να είναι η βαρβαρότητα που οπωσδήποτε κυριαρχεί σε χώρες όπως οι παραπάνω, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται σε σχέση τις δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα και το χάσμα που χωρίζει την πραγματικότητα από τις δυνατότητες αυτές.

Η πραγματικότητα στην Ελλάδα

Οσον αφορά για παράδειγμα την Ελλάδα, τα στοιχεία της UNICEF αποτυπώνουν χαμηλά ποσοστά στη νεογνική και βρεφική θνησιμότητα σε σχέση με τα παγκόσμια ποσοστά και πορεία μείωσης, από το 1990 έως το 2013. Πρόκειται για δεδομένα που αφορούν τη βελτίωση που καταγράφεται σε μια μεγάλη χρονική περίοδο. Η εικόνα όμως είναι διαφορετική αν επικεντρώσει κανείς στα τελευταία χρόνια, στην περίοδο δηλαδή της εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεών της στα λαϊκά στρώματα. Ετσι, η πανεπιστημιακή κλινική του Αρεταίειου Νοσοκομείου κατέγραψε διπλασιασμό του ποσοστού των παλίνδρομων κυήσεων, δηλαδή των αποβολών, και μάλιστα σε συνθήκες μείωσης του αριθμού των γεννήσεων. Η σύγκριση των στοιχείων της περιόδου Σεπτέμβρη 2011 - Φλεβάρη 2012 με την αντίστοιχη περίοδο των ετών 2009 - 2010 στη Β΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική έδειξε αύξηση των παλίνδρομων κυήσεων από 2% σε 4%. Η μείωση των προληπτικών ελέγχων, των ιατρικών ελέγχων και εξετάσεων των εγκύων γυναικών, ως αποτέλεσμα της κρίσης, συνδέεται, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, με την αύξηση κατά 21,1% των νεκρών εμβρύων κατά την περίοδο 2008-2011. Η μείωση των προληπτικών ελέγχων αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς σήμερα οι γυναίκες αναβάλλουν την τεκνοποίηση - και για οικονομικούς λόγους. Μαζί με τον αριθμό των γυναικών που γίνονται μητέρες σε μεγαλύτερη ηλικία, αυξάνεται και ο κίνδυνος για επιπλοκές στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό, στο βαθμό που συρρικνώνεται η πρόληψη, που πετσοκόβονται συνολικά οι δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες Υγείας. Επιπλέον, μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να επιφέρει η κατάργηση, στα τέλη του 2012, του επιδόματος τοκετού και η διατήρησή του μόνο για τις γυναίκες που γεννούν στο σπίτι. Το επιχείρημα πως οι γυναίκες που δεν γεννούν στο μαιευτήριο δεν «επιβαρύνουν» το δημόσιο σύστημα Υγείας με τα έξοδα της μαιευτικής τους περίθαλψης και επομένως δικαιούνται να εισπράξουν το ανάλογο ποσό με τη μορφή επιδόματος, συνιστά σκεπτικό επικίνδυνο για την υγεία βρεφών και μητέρων.

Ενα ακόμα παράδειγμα για το είδος της προστασίας που επιφυλάσσουν στις μητέρες οι χώρες «πρότυπα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης αποτελεί η πρόσφατη νομοθεσία της Γερμανίας για τον «ανώνυμο τοκετό». Η νομοθετική αυτή πρωτοβουλία δίνει το δικαίωμα στις γυναίκες που συναντούν δυσκολίες να μεγαλώσουν το παιδί τους, να το φέρουν στον κόσμο σε κάποιο νοσοκομείο, χωρίς να αποκαλυφθεί η ταυτότητά τους και χωρίς να υποστούν νομικές συνέπειες για την εγκατάλειψή του. Σύμφωνα με την ελληνόφωνη ιστοσελίδα της «Deutsche Welle», το γερμανικό υπουργείο Υγείας με τον τρόπο αυτό έδωσε «λύση» σε ένα πρόβλημα που οδηγούσε κάθε χρόνο εκατοντάδες γυναίκες σε ενέργειες που έθεταν σε κίνδυνο τις ίδιες και τα νεογέννητα, όπως να γεννούν χωρίς ιατρική βοήθεια σε ακατάλληλες συνθήκες. Το ίδιο ρεπορτάζ αναφέρεται και τις ενστάσεις που διατυπώθηκαν. Για παράδειγμα, η Γερμανική Ενωση Μαιευτήρων (DHW) επέκρινε το γεγονός ότι οι γυναίκες που κάνουν χρήση του σχετικού νόμου οφείλουν να παραδώσουν τα παιδιά τους και υπογράμμισε πως το να θέλει μία γυναίκα να διασφαλίσει την ανωνυμία της δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι δεν επιθυμεί ή δεν είναι σε θέση να μεγαλώσει το παιδί της. Ακόμα και στις περιπτώσεις που οι δείκτες για τη μητρική και παιδική θνησιμότητα είναι καθησυχαστικοί, φαίνεται πως η πραγματικότητα για τις γυναίκες και τα παιδιά τους είναι πολύ διαφορετική.

Ευτυχία ΧΑΪΝΤΟΥΤΗ